Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824 – 1879), ένας  Ρομαντικός με εθνική και κοινωνική δράση.

            Η ΞΑΝΘΟΥΛΑ

" Μ' αρέσ' η θάλασσα, γιατί μου μοιάζει,

  μ' αρέσει, σ' άκουσα να λες κρυφά,

   πότε αγριεύεται, βόγγει, στενάζει,

    και πότε ολόχαρη παίζει, γελά.

     "Δεν είν' ολόξανθη σαν τα μαλλιά μου;

      δεν είν' ο κόρφος μου σαν τον αφρό;

      Μέσα στα μάτια μου τα γαλανά μου, 

       δεν έχω κύματα, τάφο, ουρανό;

        "Μ' αρέσ' η θάλασσα, γιατί μου μοιάζει 

        κι ας έχει μέσα της κόσμο θεριά...

         μη στην καρδούλα μου, μη δε φωλιάζει

        αγάπη αχόρταγη, σκληρή φωτιά;"

        Κι΄εγώ εχαιρόμουνα που χολιασμένη

         φαρμάκι μώσταζες μες στην ψυχή,

          τη ζήλεια σου έβλεπα ξαγριωμένη, 

           στα χείλη σου έβραζε κάθε πνοή. 

           Τότ' εκρεμάσθηκα στην τραχηλιά σου, 

             τη φλόγα σόσβησα με δυο φιλιά,

             την όψη εβύθισα μές στα μαλλιά  σου, 

               στον κόρφο σου έστησα κρυφή φωλιά.

               " Κύμα μου ανήμερο, ψυχή μου, φθάνει

                  μη μ'  αντρειεύεσαι, πλάγιασ΄ εδώ...

                  Θά 'μαι για σένανε  γλυκό λιμάνι...

                   Τι αξίζει η θάλασσα χωρίς γιαλό; "

Βιογραφία: Ο Αριστοτέλης -- Μόσχος Βαλαωρίτης (1824- 1879), ποιητής με ευρύτερη εθνική και κοινωνική δράση.

Γεννήθηκε στη Λευκάδα τη 1η Σεπτεμβρίου 1824. Η οικογένεια του πατέρα του κρατούσε από γενιά αρματωλών της Δυτικής Ελλάδας με δραστηριότητα αγωνιστκή κατά τα χρονια της σκλαβιάς, όπως μαρτυρείται σε σχετικό δημοτικό τραγούδι. Ο πατέρας του Ιωάννης ήταν έμπορος και είχε χρηματίσει  βουλευτής και γερουσιαστής στο Ιόνιο Κοινοβούλιο. Η μητέρα του προερχόταν  από την οικογένεια Τυπάλδου Φορέστη της Κεφαλ(λ)ονιάς. 

Ο ποιητής έδειξε έντονη προσήλωση στα γράμματα από τη νεαρή ηλικία. Ευτύχησε να εχει σοφούς δασκάλους: τον Ιωάννη Οικονομίδη και τον Κωνσταντίνο Ασώπιο, στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας, όπου παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα.

 Το 1842, συνοδευόμενος από τον πατέρα του,  ταξιδεύει στην Ιταλία, για να καταλήξει στη Γενεύη, όπου θα συμπληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές του στο Ελβετικό κολλέγιο. Το 1844 έρχεται στο Παρίσι και εγγράφεται στη Νομική Σχολή. 

Το 1846 προσβάλλεται από τυφοειδή πυρετό και αναγκάζεται να διακόψει τις σπουδές του. Επιστρέφει στη Λευκάδα και μετά την αποκατάσταση της υγείας του μεταβαίνει στην Πίζα της Ιταλίας, όπου θα περατώσει τις νομικές του σπουδές και θα ανακηρυχθεί διδάκτωρ του Δικαίου (1848).Το 1847 τυπώνει το πρώτο ποιητικό του βιβλίο: Στιχουργήματα.

 Ο επαναστατικός αναβρασμός, που επικρατεί την εποχή εκείνη στην Ευρώπη, τον συγκινεί βαθύτατα καθώς εμπλέκεται σε διάφορα απελευθερωτικά κινήματα στην Ιταλία και στην Ουγγαρία. Οι μαρτυρίες για τη φοιτητική του ζωή αυτής της περιόδου, όχι πάντοτε εξακριβωμένες, αναδεικνύουν τον ευθύ, ρωμαλέο και αγωνιστικό χαρακτήρα του, που θα αφοσιωθεί πολύ σύντομα  στη διακονία δύο υψηλών ιδανικών, της πατρίδας και της ποίησης. 

Το 1852 νυμφεύεται  στη Βενετία την Ελοϊζα Τυπάλδου, κόρη του Αιμιλίου Τυπάλδου, φιλελεύθερου και δημοκρατικού πνευματικού ανθρώπου,  στενού φίλου γνωστών προσωπικοτήτων, όπως ο Φώσκολος, ο Τομαζέο ...

Το  1853 το ζεύγος Βαλαωρίτου εγκαθίσταται οριστικά στη Λευκάδα. Ο βαθύς πνευματικός δεσμός του με την Ελοϊζα έχει αποφέρει  μια σειρά επιστολών με πληροφορίες για την κοινοβουλευτικη του δράση.

Η οικογενειακή του ζωή όμως σκιάζεται από τους θανάτους αγαπημένων του προσώπων. Το 1855 πεθαίνει η πρωτότοκη κόρη του, η Μαρία, και το 1856 πεθαίνουνι οι γονείς του. Ο θάνατος των γονιών του απαλύνεται από τη γέννηση του πρώτου γιού του... Τον επόμενο  χρόνο ακολουθούν ευτυχέστερα περιστατικά, όταν ο Βαλαωρίτης εκλέγεται βουλευτής γεγονός που θερμαίνει  την ιδέα του για την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Το 1858 δημοσιεύει την  Κυρά Φροσύνη και το Σήμαντρον.

Το 1864 ο ποιητής έρχεται στην Αθήνα, για να διακανονίσει τις λεπτομέρειες της Ένωσης. Στις εκλογές που γίνονται στα Επτάνησα τον Ιούνιο του 1864 , ο Βαλαωρίτης εκλέγεται πρώτος πληρεξούσιος Λευκάδας, γεγονός που οριοθετεί την έναρξη της δράσης του στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Η πανελλήνια φήμη του επιβεβαιώνεται, όταν ο πρύτανης του πανεπιστημίου  Καστόρχης τον προσκαλεί να συνθέσει και να απαγγείλει ποίημα στα αποκαλυπτήρια του αγάλματος του πατριάρχη Γρηγορίου Ε' κατά την εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου 1872.. Επί αρκετούς μήνες ο ποιητής ασχολείται με τη σύνθεση της ωδής στον Πατριάρχη. Η τελετή των αποκαλυπτηρίων   υπήρξε ένας προσωπικός θρίαμβος του Βαλαωρίτη, ώστε να καθιερωθεί ως εθνικός ποιητής.Οι προσανατολισμοί του τον φέρνουν περισσότερο προς το δημοτκό τραγούδι και τον γαλλικό ρομαντισμό παρά προς τον Σολωμό. Οι σύγχρονοί του τον ετίμησαν υπερβολικά και για την "αρματολική" στιβαρή του ποίηση, αν και μας απωθεί η μεγαληγορία των περισσότερων ποιημάτων του και οι ρομαντικές του υπερβολές.

                        ΘΑΛΑΣΣΑ     (  ΣΤ, Ζ, Η, Θ,)                       

Πέρνα, διαβάτη,  μη ρωτάς, στον άμμο μου δε μένει - 

-πότε κανένα πάτημα, κ ' εδώθε δεν διαβαίνει 

 παρά αφρός και άνεμοι, κι αντάρα, τρικυμία.  

  Πέρνα κ' ελπίδα απ' εμέ μην καρτερείς καμμία. 

  Εχθές μονάχα από μακρά εκεί, εκεί που τρέχει 

    εκείνη η βρύση απ' το βουνό, ένα πουλί να βρέχει 

   -είδα τα άσπρα του  φτερά. Άλλο, καλέ  διαβάτη, 

    άλλο δεν ξεύρω να σου ειπώ. Μη σταματάς, περπάτει! 

    Όρη και δάση και νερά και δροσερά λιβάδια,

     μαύρες σπηλιές, αντίλαλοι και  άγρια λαγκάδια,

      δεν είδατε καμιά φορά δυο μάτια ερωτευμένα

      κάτι να θέλουν από σας και να ρωτούν για μένα;

      Μια κόρη δεν την είδετε εδώθε να περάσει;

                                   Ζ

       Θάλασσα γαλανόξανθη, μαρμαρωμένη, κρύα,

       πόσες φορές ερράντισα με το πικρό μου δάκρυ

        τα μαραμμένα φύκη σου, τον άκαρπο γιαλό σου!  

         Πόσες φορές εξάνοιξα, από μακρά θωρώντας,  

         τ' αμέτρητά σου κύματα το' να σιμά από τ'  άλλο

          ν' ασπρίζουν τον ορίζοντα, να κυνηγιώνται πάντα   

           και να 'ρχονται στα πόδια μου σε μια στιγμή να σβηώνται,

            σαν τες ελπίδες της ζωής, σαν τες χαρές της νιότης;

            Πόσες ορές θυμήθηκα πως τ' άβαθα νερά σου

            τα τρέφουνε της συμφοράς και του πνιγμού τα δάκρυα

            κ' εγκαρδιακά σ' εμίσησα κι επίστεψα πως ήσουν 

              εδώ στον κόσμο ..../  

                                            Η

            Ξύπνα καρδιά μου, χτύπησε στα έρμα τα πλευρά μου! 

             Ξύπνα και χόρτασε, καρδιά, και συ με τη χαρά μου ! 

               Κάθε παλμός σου ας γίνη ευχή, μνημόσυνο, τραγούδι, 

                κάθε κρυφός σου στοχασμός ας γίνει ένα λουλούδι 

              κ' έλα μαζί να ψάλωμε  τα περασμένα χρόνια.

               Ολόγυρά μας καρτερούν βουβά τα χελιδόνια

               προσεκτικά ν' ακούσουνε κ' εκείνα τι θα πούμε.

               Ξύπνα, καρδιά, να ψάλωμε, ξύπνησε να χαρούμε

               σα σήμερα, σα σήμερα... Γιατί μια τέτοια μέρα..

                                         Θ

                 Τ' αστέρια φωτοστόλιστα τριγύρω στο φεγγάρι

                  το συνοδεύουν με χαρά στο μυστικό του δρόμο..

                  τ' αγέρι δεν ανάσαινε, τα δέντρα που εκοιμώντο,  

                  τα λογγωμένα τα βουνά, τα χόρτα, τα λουλούδια  

                   το πανηγύρι τ' ουρανού θωρούνε ερωτευμενα ....

       Ο  ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΕΛΛΑΔΑ 

"Άνοιξε, μάν(ν)α μας γλυκειά, την άφθαρτη καρδιά σου. - 

-κι αγκάλιασε  'τα τα φτωχά, τα μαύρα τα παιδιά σου.  

Σφίξε μας, μάννα, σφίξε μας. Γυμνά, ξαρματωμένα, 

σα να ' τανε κατάδικα, σαν να 'ταν  νικημένα,     

έρχονται μες στον κόρφο σου. Δώσε μας την ευχή σου  

 και σβήσε πάσα μας πληγή μ' ένα θερμό φιλί σου. 

 "Άλλο δε θέλομε οι πικροί. Θέλομ' εδώ σιμά σου

να βλέπομε το δάκρυ σου κ' εμείς  στα βλέφαρά σου, 

και να τ' ακούμε επάνω μας ολόβραστο να στάζει.

Θέλομε μες στα σπλάχνα μας να χώνεται, να σφάζει 

ο στεναγμός σου κοφτερός σα δίκοπο μαχαίρι.

θέλομε την ορφάνια σου, θέλομε να μας δέρει 

μαζί μ' εσένα συφορά και καταδίκη αιώνια...

Δε θέλομε περίγελα και ξένου καταφρόνια...

 "Άμετροι χρόνοι επέρασαν! .... Αλήθεια, μάννα, αλήθεια;

Κι ως τώρα δεν ημπόρεσαν απ' τ' άχαρά μας στήθια

όλη την έρμη μας ψυχή να καταπιούν, να πνίξουν,

Οι λύκοι δεν επρόφθασαν το αίμα να ρουφήξουν 

ως τη στιγμή σταλαγματιά. Το λαίμαργό τους στόμα    

εδείλιασε βυζαίνοντας κι άφησε μες στο πτώμα

παραιτημένη μια μικρή, μια φλογερή ρανίδα.

Μ' αυτήν εζήσαμε οι φτωχοί. Όλη μας την ελπίδα

μέσα σε τέτοιο φυλαχτό την είχαμε θαμμένη 

κι εκεί την ανατρέφαμε. Λαχταροποτισμένη

εβλάστησε κι  εθέριεψε. Μέσα στην αγκαλιά σου

αυτόν το μόνο θησαυρό σου φέρνουν τα παιδιά σου....

¨Νά ' ξευρες πως πλέρωσαν τη νεκρανάστασή σου!

 Κάθε φορά που σφύριζε κ'  έσφαζε το σπαθί σου

εμείς... ποδοκυλίσματα και ξύλο και κρεμάλα,

εφαρμακέψαν στο βυζί και του παιδιού το γάλα

με τη χολή που εδίνανε να ποτιστεί η μητέρα...

μας εμετρούσαν το ψωμί, μην τύχει καμιά μέρα

και φύγει από το στόμα μας για σε  κανένα τρίμμα...

 η δέησή μας, η χαρά, το  κλάψιμό μας ... κρίμα.

"Για μας δεν είχεν η ζωή γλυκάδες και λουλούδια,

δεν είχε η άνοιξη χαρές και τα πουλιά τραγούδια.

Οι χρόνοι εφεύγαν σκοτεινοί. Σ' εβλέπαμε σιμά μας, 

ενοιώθαμε τη φλόγα σου βαθειά στα σωθικά μας, 

σου απλώναμε τα χέρια μας... Ώ μάνα, αγκάλιασέ μας,  

μέσα στα φυλλοκάρδια σου κρύψε μας, φύλαξέ μας!

Μας φαίνεται σαν όνειρο! Μας φαίνεται ότι ο ξένος

μας τρώγει με το μάτι του αργά μετανοιωμένος.

Πάρε μας, μάνα, σφίξε μας γλυκά στην αγκαλιά σου,  

σήμερα την αγάπη σου, κι αύριο τα παιδιά σου

θα σου γυρέψουν, μάνα μας 'ενα σταυρό στον ώμο,  

κομμάτι κρίθινο ψωμί και μακρίνόνε δρόμο".

Εκείνη δεν εχόρταινε να βλέπει τα παιδιά της, 

και κάθε τους παράπονο τό 'ρριχνε σην καρδιά της. 

Αγκαλιαστήκανε σφιχτά, και τα φιλήματά τους

τα πήραν οι σταυραητοί ψηλά στα σύγνεφά τους

και τα βαφτίσαν αστραπές... τα πήραν κ' οι αχτίδες 

του ήλιου, που τα φώτιζαν και τά 'κραξαν ελπίδες.

Ευλογημένη τρεις φορές ευλογημένη η μέρα

που ευρήκαμε τον κόρφο σου, γλυκειά γλυκειά μητέρα!

"H ΠΡΟΣ ΤΗΝ  ΠΑΤΡΙΔΑ  ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Δεν είναι διαβατάρικο πουλί, που για μια μέρα

σχίζει τα νέφη και περνά γοργό σαν τον αγέρα,

ούτε κισσός, π' αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει,

ούτ' αστραπή, που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι...

δεν είναι νεκροθάλασσα, βοή χωρίς σεισμό, 

νιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό.       

                            Η ΑΧΤΙΔΑ (απ' τ' αχρονολόγητα ποιήματα και σχεδιάσματα)

1)"Αν ήμουνα του φεγγαριού

 μαλαματένι' αχτίδα, 

θα  χώνευα κρυφά κρυφά  

μες στα μαλλιά σου τα χρυσά  

 να γίνω μια πλεξίδα.

 " Κι όταν η νύχτα θα 'ρχεται 

   να κλεί τα βλέφαρά σου

   κι άλλος κανείς δε θα θωρεί

   τ' αγγελικό σου το κορμί

  παρά το κόνισμά σου, 

 "τότε κ' εγώ στ' ανέφελο

  θα βγαίνω μέτωπό σου...

  θα σε φιλώ ... θα λησμονώ

  τ' αστέρια μου,τον ουρανό...

   θα σβηώμ' εκεί σιμά σου."

    Κ' εσύ, μ' ένα χαμόγελο

    πό' λαμψε σα δοξάρι, 

    μ' αγκάλιασες σφιχτά σφιχτά

    κ' εγώ ελησμόνησα, κυρά,

      κι αχτίδα και φεγγάρι.

     2) Κ' ήτανε τόσο η θάλλασσα γλυκά αποκοιμισμένη,

         πού 'βλεπες μες στα βάθη της ανάποδα χτισμένη 

             την όμορφην ακρογιαλιά, τα σπίτια, το ξωκλήσι,

            τον πύργο τον απάτητο, τη μαρμαρένια βρύση.

3)"Πατέρα μου, κοίταξε:

      εκεί μες στη σούδα

       χρυση πεταλούδα

                   γυρίζει, πετά.

       "Πατέρα μου, βόηθα με 

        να μην τηνε χάσω.

         θα πάω να την πιάσω.

         πως φεύγει   γοργά.."

         "Παιδί μου, θυμήσου  το:

             του κάκου θα τρέχεις,                

             φτερά συ δεν έχεις                                          

                κι εκείνη πετά.   

             "  Στον κόσμο που βρίσκεσαι

                   τρελές χρυσαλίδες

                    θε νά' ναι οι ελπίδες,  

                      του κόσμου η ψευτιά.       

                       "Μην τρέξεις οπίσω τους,     

                           γιατί θα δειλιάσεις,                      

                    κ' εωσού να τες πιάσεις

                     θα σ' εύρει η νυκτιά"

                      " Πατέρα, την έπιασα

                        σ' εκειά τα λουλούδια.

                         τραγούδια, τραγούδια, 

                         είν' όσα μού λές "

                           Κι εκεί που εχαιρέτουνε,

                               κι εκεί που τη πιάνει   

                                  μεμιάς τήνε χάνει.

                                 " παιδί μου  μην κλαις!  

Λεξιλόγιο-- σούδα είναι στενό δρομάκι, ή μονοπάτι, γενικότερα πέρασμα, Άγνωστη η ετυμολογία

                                                  ΚΑΝΑΡΗΣ

Είναι βαρύ το όνομα του Κανάρη, είναι πολύ βαρύ και φοβούμαι μη υπό τον  πελώριον όγκον κύψει τον αυχένα η ποίησίς μου. Αλλά πως να μην ρίψω κι'εγώ μακρόθεν επί του τάφου του αειμνήστου ήρωος ολίγα νεκρολούλουδα, αφού δεν ηυτύχησα ν' ασπασθώ την στιβαράν χείραν του, εγώ όστις τον ηγάπων μέχρι λατρείας; Πέρυσι τον επεσκέφθην πολλάκις εις Κυψέλην και ηκροώμην αυτού διηγουμένου μετά παιδικής αφελείας τ' ακατανόητα άθλα του. Όλα, παιδί μου όλα τα κατορθώνει η προς την πατρίδα αγάπη" στερεοτύπως απήντα εις εμέ  ο γέρων πυρπολητής, οσάκις συγκεκινημένος τou εξέφραζα τον θαυμασμόν μου. 'Oτε προσεκόλλησεν επί της ναυαρχίδος του αιμοσταγούς Καραλή το τρισένδοξον  πυρπολικόν του, κατέβη δε εις την μικράν λέμβον ένθα εν αγωνία θανάτου τον επρόσμενον οι γενναίοι σύντροφοί του  και ήτις είχε δεθεί διά σιδηράς αλυσίδος επί της κλίμακος του τρικρότου, ο Κανάρης διέταξε την απομάκρυνσιν φοβούμενος μη αι εαυταί φλόγες συγκαταφάγουν Οθωμανούς και Έλληνας. Αλλ' η λέμβος,  ως εάν εκρατείτο υπό μυστηριώδους αφανούς δαίμονος, έμεινεν ακίνητος μη υπακούουσα εις την πυρετώδη βίαν των κωπηλατών.

   Τότε των θαλασσών ο απτόητος δεσπότης ενόησεν ότι ο δεσμός της αλυσίδος δεν είχεν εντελώς λυθει και λαβών αταράχως τον πέλεκυν έκοψεν αυτόν και απεσπάσθη ως εκ θαύματος εκ του σημείου, ένθα επέπρωτο  μετ' ολίγον να τελεσθή μία των φρικαλεοτέρων και ενδοξοτέρων σκηνών του μεγάλου εθνικού δράματος. " Τα ολίγα δευτερόλεπτα τα οποία εδαπανήθησαν εν τώ απροσδοκήτω εκείνω συμβάντι ήσαν αρκετά να επιφέρουν την καταστροφή μας", μετ' απεριγράπτου μειδιάματος μοί έλεγεν ο Κανάρης. "Οι Τούρκοι ήσαν τόσοι, ώστε εαν έπτυον επάνω μας θα μας έπνιγον αναμφιβόλως. Άλλ' ο μεγαλοδύναμος Θεός δεν το επέτρεψε και μας έσωσε, διότι εγνωρισε την ψυχήν των δούλων του."

  Ο θάνατος του Κανάρη εν ταις σημεριναίς του Έθνους περιστάσεσι είναι συμφορά ανεπανόρθωτος.  Βεβαίως δεν ήτο δυνατόν κατ' εξαίρεσιν να μείνει αθάνατος, ούτε γέρων ενενηκοντούτης ήθελεν επιχειρήσει  ό,τι άλλοτε παίζων εξετέλει. Άλλ' εν τω προσώπω του Καναρη ήστραπτεν ακόμη ζώσα η λάμψις του Ιερού αγώνος, διότι παραδόξως όλοι οι μεγάλοι της Δύσεως ποιηταί εκ των άθλων αυτού ενεπνεύσθησαν περισσότερον παρά εκ των λοιπών κατορθωμάτων της Επαναστάσεως. Επεβάλλετο λοιπόν ακόμη εις την κοινήν του κόσμου γνώμην ο θαλάσσιος ήρως και ίστατο εν μέσω ημών ως μνημόσυνον αιώνιον αρχαίων ημερών ενδόξων και ως παράδειγμα αξιομίμητον εις τας παρούσας γενεάς. 

 Τη νύκτα που παράδερνες μ' ένα δαυλί 'ς το χέρι

  κ' εσπιθοβόλεις κεραυνούς κ' έφεγγες σαν αστέρι, 

  όταν φτωχός, αγνώριστος, μικρός, χωρίς πατρίδα 

  τη ματωμένη επλεύρωνες, Κανάρη, ναυαρχίδα,

   Αν όταν αναπήδησες με την ορμή του στύλου 

    Μέσα 'ς τη μαύρη τη σπηλιά του Καραλή του σκύλου, 

    κανένας μάντης σου 'λεγε ότι θε νά 'λθει  ώρα

     να ιδής, Κανάρη, ελεύθερη τη δύστυχη τη Χώρα, 

     πορεύ ετοιμοθάνατη, ότ' ήθελες φωτίσει

       μ' αυτό τ' αστροπελέκι σου Ανατολή και Δύση, 

        ότι θα γένης ζωντανή του Γένους σου σημαία,

         ότι θα πας μακρά μακρά να φέρεις βασιλέα,

          και χίλια δαφνοστέφανα  ο κόσμος θε να βάλει,

         Κανάρη, 'ς  τ' απροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι,

          ότι πριν πέσεις κατά γης θα σου δοθεί κ' η χάρη

           να ιδείς να λάμψει ανέλπιστο, παρήγορο δοξάρι,

           όπου εβασίλευε παλιό, κατάπυκνο σκοτάδι,

            ότ' ένα Γένος σύψυχο του λάκκου σου τον άδη

            θα εδρόσιζε με κλάμματα, όπού θε ν' αναβράνε

            ότι θα σκύψει  ξέσκεπος εμπρός ς' τα λείψανά σου

            να σε φιλήσει εγκαρδιακά, Κανάρη ο Βασιλιάς σου,

             Αν ένας μάντης τα 'λεγε ποιος ήθελ' τον πιστέψει;

             Μόνος εσύ, που γνώριζες οτ' είχανε φυτέψει 

              βαθιά, βαθιά 'ς τα σπλάχνα σου τα χέρια του Θεού σου

              βοτάνι παντοδύναμο, τροφή του κεραυνού σου,

               την πίστη την ακλόνητη 'ς του έθνους σου την τύχη...

               Αυτή, Κανάρη, σου 'βαψε τον σιδερένιο πήχη

             κ' έδωσε  'ς το καράβι σου χίλια φτερά να τρέχει..

                                                  Σήμερα ποιος την έχει;...

              Αχ! δεν το πίστευα ποτέ!... Πέρυσι σ' είδ' ακόμα 

               συγνεφιασμένον, κάτασπρον 'ς το φτωχικό σου στρώμα,

                σαν κοιμισμένη θάλασσα σε ταπεινό ακρογιάλι,

                 Όπ' ονειρεύεται κρυφά καμιάν ανεμοζάλη

                για να μουγκρίσει φοβερά... και σήμερα κουφάρι!

                Έγυρα τότ' εφίλησα την ανδρεία σου, Κανάρη,

                  τα λιοκαμένα δάκτυλα, κ' ένιωσα κάθε ρώγα,

                 Πόβραζε μέσα κ' έλαμπε με την παλιά σου φλόγα.

                Έτρεμα εμπρός σου , εδάκρυζα... μου 'δωκες την ευχή σου, 

                μου τίμησες το μέτωπο μ' ένα θερμό φιλί σου

                και μου' πες, λιονταρόκαρδε, --" Μην κλαις, δε θα πεθάνω, 

                πριν ξανανιώσω μια φορά και πριν να ξεθυμάνω". 

                 Κι' απέθανες! κι' εσβήστηκες!...  Τα ριζιμιά, κ' οι βράχοι. 

                 δε σκιάζονται γεράματα και 'ς του βουνού τη ράχη

                 ολόρθο μένει, ακλόνητο,  χιλιόχρονο πρινάρι  

                 και μάχεται με τα στοιχειά... Και συ, και συ, Κανάρη, 

                  που 'λθες 'ς τη γη θεόκτιστος, κι'  όπόταν εθεωρούσε

                  το χιόνι στο κεφάλι σου κανείς, π' ασπροβολού

                   Επίστευεν ότ' έβλεπε τον Όλυμπο εμπροστά του

                    με  την αθανασία του, με την παλληκαριά του,  

                     εσύ σωριάζεσαι με  μιας...Μέσα 'ς τα χώματά σου

                    θα καταπιάσει ηφαίστειο ή θα σβησθεί η φωτιά σου;

                   Κατάρ' ακατανόητη, άσπλαχνη,  μαύρη μοίρα   

                  Να ' ν' οι νεκροί μας άφθαρτοι, να ν' η ζωή μας στείρα.

Λεξιλογιο: πρινάρι: το πουρνάρι/ ο πήχυς, του πήχεως : λόγιος τύπος/ ο παλιός, η παλιά (με γιώτα)/  ο ριζιμιός, η ριζιμιά, το ριζιμιό: αυτός που ριζώσει βαθιά σε μια θέση, που έχει δυνατές και μεγάλες ρίζες .                     

                                 Ο ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΙΟΦΙΛΙ ΤΟΥ

Πολλάκις συμπτώσεις απλούσταται  αποδίδονται παρά του λαού εις υπερφυσικάς αιτίας. Ο θάνατος μάλιστα των εξόχων πολεμιστών συνοδεύεται σχεδόν πάντοτε υπό παραδόξου τινός συμβάντος. Τα υπηρετούντα αυτούς κτήνη ως΄ επί το πολύ θνήσκουσι ολίγον μετ' αυτούς, αποποιούμενα την τροφήν και ποθούντα τον κύριόν των. Ο ίππος του Καστριώτου δεν ηθέλησε να δεχθεί ουδένα ποτέ άλλον επί των νώτων του μέχρις ού και ετελεύτησε. Οι κλέφται, εζωσμένοι τα όπλα ημέραν και νύκτα και ουδέποτε παραιτούντες αυτά, φυσικόν ήτο ν' αγαπώσι ταύτα μέχρι λατρείας. Δεν είναι σπάνιον ν΄'  απαντήσει τις εις την δημοτικήν αυτών ιστορίαν ανήκουστα κατορθώματα... 

   Εγέρασα μωρέ παιδιά . Πενήντα χρόνους κλέφτης

   τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ' αποσταμένος /

    θέλω να πάω να κοιμηθώ,,, Εστέρεψε η καρδιά μου.

     Βρύση το αίμα το' χυσα σταλαματιά δεν μένει. 

     Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ' το λόγγο. 

     να' ναι χλωρό και δροσερό, νά 'ναι ανθούς γεμάτο,

      και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.

        Ποιος ξέρει απ' το μνήμά μου τι δέντρο θα φυτρωσει...     

         Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του αποκάτω

          θά 'ρχωνται τα κλεφτόπουλα τ' άρματα να κρεμάνε,
           να τραγουδούν  τα νιάτα μου και την παλληκαριά μου.     

             κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο, 

            θά' ρχωνται τα κλεφτόπουλα τα μήλα μου να παιρνουν,

             να  πλενουν τις λαβωματιες , τον Δημο να σχωρνανε.

            'Eφαγ' η φλόγα τ' άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου. 

            ήρθε κι εμένα η ώρα μου -- παιδιά μου μή μέ κλάψτε!

             Τ' ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.

               Σταθήτε εδώ τριγύρω μου, σταθήτε εδώ σιμά μου,  

                τα μάτια να μου κλείσετε , να πάρτε την ευχή μου. 

                Κ' εν από σας το νιότερο ας ανεβή στη ράχη,  

                 ας πάρει το ντουφέκι μου, τ'  άξο μου καριοφίλι, 

                   κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει

                    " ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει". 

                      Θ' αναστενάξ' η λαγκαδιά, θε να βογγήξει ο βράχος, 

                        θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα  θολώσουν 

                       και τ' αγεράκι του βουνού, όπου περνά δροσάτο,  

                        θα ξεψυχήσει, θα σβησθεί, θα ρίξει τα φτερά του,

                          για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φερει

                          και τήνε μάθει ο Ολυμπος και την ακούσει ο Πίνδος

                            και λειώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.

                           "Τρέχα, παιδί μου, γρήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη 

                          και ρίξε το ντουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω

                            θέλω για ύστερη φορά ν' ακούσω τη βοή του."

                             Έτρεξε το κλεφτόπουλο, σαν νά  'τανε ζαρκάδι,

                              ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει

                              " ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει"  

                                Κ' εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια, 

                                 ρίχνει την πρώτη ντουφεκιά, κ' έπειτα δευτερώνει.

                                   Στην τρίτη και την  ύστερη, τ' άξο το καριοφίλλι   

                                     βροντά, μουγκρίζει σα θεριό, τα σωθικά του ανοίγει , 

                                     φεύγει απ' τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,

                                      πέφτει απ' του βράχου τον γκρεμό, χάνεται , πάει, πάει.

                                       Άκουσ' ο Δήμος τη βοή μες στο βαθύ του ύπνο, 

                                        τ' αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε  τα χέρια... 

                                         Ο γέρο -- Δήμος πέθανε, ο γέρο -- Δήμος πάει.

                                       Τ' ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη

                                        με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ' απαντιέται, 

                                        αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.

 Λεξιλόγιο: 1)  θα βαργωμήσουν/ βαργωμώ:   βαρυγγωμώ   2) καριοφίλι είναι ενα μακρύκαννο εμπροσθογεμές τουφέκι, που πυροδοτείται με πυριτόλιθο και το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε ευρεία κλίμακα καί από τους Ελληνες κατά την επανάσταση του 1821. Η ετυμολογία της λέξης από τον συμφυρμό του Carlo e figli: Καρόλου και υιών,  ονομασία εργοστασίου όπλων.

                                        O  ΒΡΑΧΟΣ KAI TO KYMA

Προς τον αξιότιμον Πρόεδρον του εν Κερκύρα πολιτικού συλλόγου " Η Αναγέννησις":

Κύριε Πρόεδρε,- Λαβών την τιμήν να παρευρεθώ εις τινα των παρελθουσών συνεδριάσεων του υμετέρου Συλλόγου, αυθορμήτως -υπεσχέθην να προσφέρω υμίν στιχούργημά τι αυτοσχεδίως πως παρ' εμού συνταχθέν εις εξύμνησιν  της ενδόξου ημέρας καθ' ην οι ελεύθεροι ημών αδελφοί ανακύψαντες, απετίναξαν τον ζυγόν της Βαυαρικής δυναστείας. Παραλείψας μέχρι τούδε την εκτέλεσιν της υποσχέσεως ταύτης,  προθυμοποιούμαι σήμερον, ότε πάσα ελληνική ψυχή μετ' ανεκφράστου  αγαλλιάσεως  αισθάνεται  προσεγγίζουσαν την αγίαν εορτήν των πολιτικών γενεθλίων   του ημετέρου έθνους, να αφιερώσω εις Υμάς το μικρότατον τούτο προϊόν της φαντασίας μου.                 Η 25η Μαρτίου και η 10η Οκτωβρίου, καίτοι απέχουσαι τεσσαράκοντα δύο έτη η μία από της άλλης, ουχ ήττον συνταυτίζονται και συνδέονται εν τη ιστορία ημών τοσούτον ώστε ήθελεν είναι αδύνατον να τας διαζεύξει τις χωρίς να διακόψει την τε συνέχειαν του παρελθόντος μετά του μέλλοντος και την ενότητα της ενεργείας,  δι ής η ημετέρα φυλή προβαίνει εις τον προορισμόν αυτής, γενναίως παλαίουσα προς τα ανταγωνιζόμενα στοιχεία. Αι ημέραι αύται υπάρχουσι καθιερωμέναι εν τη καρδία ημών. Ο δε λαός τας καθηγίασεν ήδη και τας κατέγραψεν εν ταις αιματηραίς δέλτοις του εθνικού μαρτυρολογίου, ούτε θέλει παύσει προσφέρων αυταίς, εν είδει θυμιάματος και ολοκαυτώματος, τας εμπνεύσεις και την λατρείαν του. Η δημοτική ελληνική ποίησις υπήρξεν  υπό την δουλείαν ο αχώριστος σύντροφος, η μόνη παρηγορία της τεθλιμμένης ψυχής  του ημετέρου έθνους. Αείποτε πένθιμος, μελαγχολική, αλλ' αείποτε πλήρης ζωής και ελπίδων, φέρει εστεμμένον το μέτωπον με κλάδους κυπαρίσσου και δάφνης, ως αν ήθελε να είπει προς ημάς τους μεταγενεστέρους ότι εκ των παθημάτων θέλει βλαστήσει η νίκη. Συνοδεύσασα πιστώς τον Έλληνα εν τοις διωγμοίς, εν τοις δεσμωτηρίοις, επί του πεδίου της μάχης, ουδέποτε εγκατέλιπε αυτόν ορφανόν, μεμονωμένον κατά την σκληράν δοκιμασίαν τοσούτων αιώνων. Δικαιούται λοιπόν και τώρα η δημοτική ποίησις, η φιλόστοργος αύτη αδελφή και συμμέτοχος των δεινών του ελληνικού Έθνους παθημάτων, δικαιούται να συμμεθέξει και του σημερινού αγώνος. Όπου προσπάθεια σκοπόν έχουσα την ανέγερσιν και το μεγαλείον του Έλληνος, εκεί αύτη κατά δικαίωμα παρευρίσκεται, διότι εις αυτήν μόνην απόκειται να συντάξει τον επινίκιον ύμνον και να ψάλλει το χαρμόσυνον άσμα, αφού δεν απηύδησε ποτέ θρηνωδούσα επί του τάφου τοσούτων ηρώων, προς επισημοποίησιν των βασάνων και των μαρτυρίων. Εν τω στιχουργήματι, όπερ λαμβάνω την τιμήν ν' αφιερώσω προς υμάς, απεικονίζεται  αλληγορικώς η πάλη και ο θρίαμβος του Ελληνισμού κατά της βαρβαρικής  κατακτήσεως -του μεν πρώτου παριστανομένου ως κύματος αφροστεφούς, της δε δευτέρας ως πέτρας ισταμένης εν μέσω του πελάγους. Δέχθητε αυτό μετ' ευμενείας, ουχί ως έργον αντάξιον του θέματος, αλλ' ως ελάχιστον δείγμα του προς υμάς βαθυτάτου σεβασμού μου.

  Εν Κερκύρα τη 17 Μαρτίου 1863 Ε.Ε / 

  ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ    

"Μέριασε, βράχε, να διαβώ, " το κύμ' ανδρειωμένο

λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.

¨Μέριασε! Μες στα στήθη μου, που 'σαν νεκρά και κρύα,

μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.

Αφρούς δεν εχω γι' άρματα, κούφια βοή γι' αντάρα,

έχω ποτάμι αίματα, μ' εθέριεψε η κατάρα

του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου πού 'πε τώρα, 

βράχε, θα πέσεις, έφθασεν η φοβερή σου ώρα. 

Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,   

και σό 'γλειφα και σό 'πλενα τα πόδια δουλωμένο,  

περήφανα μ' εκοίταζες κι' εφώναζες του κόσμου 

να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.

Κι αντίς εγώ, κρυφά κρυφά, εκεί που σε φιλούσα, 

μέρα και νύκτα σ' έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα, 

και την πληγή που σ' άνοιγα, το λάκκο που' θε κάμω,

με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο. 

Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βάθη.. 

τα θέμελά σου τά ' φαγα, σ' έκαμα κουφολίθι.

Μέριασε, βράχε να διαβώ. Του δούλου το ποδάρι 

θα σε πατήσει στο λαιμό... Εξύπνησα λιοντάρι!...

Ο βράχος εκειμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος, 

αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός σαβανωμένος. 

Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες, 

του φεγγαριού, που 'ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.

Ολόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν, 

και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν, 

καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε

τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.

Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα

χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα

ν' αντιβοά τρομακτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει.

Και σήμερ' ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει. 

"Κύμα, τι θέλεις από μέ καί τί μέ φοβερίζεις;  

Ποιος είσαι σύ κ' ετόλμησες, αντί νά μέ δροσίζεις,

αντί μέ τό  τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις

και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλαίνεις, 

εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ' αφρούς στεφανωμένο;

Όποιος κι αν είσαι, μάθε το : εύκολα δεν πεθαίνω."

"Βράχε, με λεν εκδίκηση . Μ' επότησεν ο χρόνος 

χολή και καταφρόνεση. Μ' ανάθρεψεν ο πόνος. 

Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με, 

έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με.

Εδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη,  

σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη. 

Ξύπνησε  τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τ'αχνάρια...

Μ' έκαμες ξυλοκρέβατο... Μ' εφόρτωσες κουφάρια ... 

Σέ ξένους μ' έριξες γιαλούς .... Το ψυχομάχημά μου

το περιγέλασαν πολλοί, και τα παθήματά μου

τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη...

Μέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη.. 

καταποτήρας είμ' εγώ, ο άσπονδος εχθρός  σου, 

                       γίγαντας στέκω εμπρός σου."

Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του,

εκαταπόντησε  μεμιάς  το κούφιο το κορμί του. 

Χάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λειώνει

               σα να 'ταν από χιόνι.

Επάνωθε του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη, 

η θάλασσα κ' εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει, 

στον τόπο που 'ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα  

που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Θάλασσα και Ποίηση

2023-06-14 22:05
Η Παλατινή ανθολογία αποτελεί θησαυρό ανεκτίμητης αξίας.για την κλασική φιλολογία. Αυτή η Ανθολογία μας διέσωσε 3700 επιγράμματα ποιητών (περίπου 23.000 στίχοι), Την ύπαρξη των οποίων πληροφορούμαστε μέσω της Παλατινής ανθολογίας και ότι σήμερα κατέχουμε επιγράμματα γνωστών...
2023-06-14 21:59
                             
2023-06-14 21:55
                                                                          &n
2023-06-14 21:45
                                                                          &n
2023-06-14 00:00
                                                                                   
2023-05-22 20:10
<<                                                                                 ...

Θάλασσα και Ποίηση

2023-06-14 22:05
Η Παλατινή ανθολογία αποτελεί θησαυρό ανεκτίμητης αξίας.για την κλασική φιλολογία. Αυτή η Ανθολογία μας διέσωσε 3700 επιγράμματα ποιητών (περίπου 23.000 στίχοι), Την ύπαρξη των οποίων πληροφορούμαστε μέσω της Παλατινής ανθολογίας και ότι σήμερα κατέχουμε επιγράμματα γνωστών...
2023-06-14 21:59
                             
2023-06-14 21:55
                                                                          &n
2023-06-14 21:45
                                                                          &n
2023-06-14 00:00
                                                                                   
2023-05-22 20:10
<<                                                                                 ...

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΟΥΡΑΝΗ

2023-03-17 12:49
Στο σπίτι μας σα γύριζα, παλιά, το πατρικό,  οι ορτανσίες της αυλής ήταν παραταγμένες ωσάν μικρές μαθήτριες για μιάν υποδοχή με ρόδινα και γαλανά φορέματα ντυμένες.  Και τα λουλούδια θριαμβικά που ανθίζαν στα πεζούλια, καθώς η αύρα τ' άπειρα κεφάλια τους κινούσε, ήταν σαν...
2023-03-09 15:02
Είμαι σαν πάρκο δροσερό, που ζεύγη ερωτεμένα  περνάνε αργά και χαρωπά, κρατούμενα  απ' τα χέρια,   είμαι σά μια δεξαμενή γεμάτη πυκνούς ίσκιους,  που στα νερα της έρχονται νά πιούνε  περιστέρια.  Είμαι σα μια θεόρατη και φουντωμένη λεύκα,  όπου...
2023-03-06 20:14
Πρωΐ.--Και καθώς άνοιξα διάπλατα στην ημέρα άξαφνα το παράθυρο και στάθηκα ορθός, Άνοιξη, μπήκες μέσα μου μαζί με τον αγέρα, τις μυρωδιές, τα χρώματα και το ιλαρό το φως.   Άνοιξη, μπήκες μέσα μου και φούσκωσε σα δέντρο από χυμό υποσχετικό και πλούσιο το κορμί μου, -- άκουσα μέσα μου...
2023-03-06 10:07
Αλήθεια: δάση κα βουνά  υπάρχουνε στον κόσμο  ακόμη; Υπάρχουν οι μεγάλοι δρόμοι  που πάν σε μέρη αλαργινά; Ανθίζουν πάντοτε οι βραγιές;  Στους κάμπους είναι φως κ' ειρήνη;  Κ' έμεινε λίγη καλωσύνη  μεσ' στις ανθρώπινες καρδιές;  Απίστευτα...
2023-03-06 08:46
Μοιάζω τους γέρους ναυτικούς με τις ρυτιδωμένες   και στις σφιγγώδεις τις μορφές, που είδα στην Ολλανδία,  παράμερα στων λιμανιών τους φάρους καθισμένους, να βλέπουνε, αμίλητοι, να φεύγουνε τα πλοία. Τα μάτια τους, που είχανε δει κυκλώνες και ναυάγια, λαχταριστά,...
2023-02-21 23:26
Σε μια του Βέλγιου ακτή παντέρημη και κρύα,   κάποια νυκτιά οικουμενική μ' έβγαλεν ένα τραίνο  και χάθηκε, σφυρίζοντας στριγγά μέσ' στα σκοτάδια, αφήνοντάς με στο σταθμό κατάμονο και ξένο.  Ώ! πόσο ήταν πένθιμος κι αγριωπός ο τόπος.. Τις μέρες, μόνη συντροφιά το πέταγμα...
2023-02-21 01:25
Δέ θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο,  όπού θροΐζει ανάλαφρα σε πρωϊνό του Απρίλη. μεσ' σ' ένα κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο  και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι. Δε θέλω πια παρά να ζω έτσι σαν ένα ρόδο, που άνθισε κατάμονο μέσα σε ήπιο χειμώνα σ' ένα πεζούλι...
2023-02-20 23:46
 Μια θύμηση γλιστράει στο νού μου  πιο φευγαλέα  και πιο αχνή  κι από το φάντασμα ενός κύκνου  σε μία λίμνη βορινή ...   Η Νύκτα κάθονταν κοντά μου  μεσ' ένα κήπο μαγεμένον:  γορταστικά μας εκυκλώναν γιρλάντες  κλώνων...
2023-02-19 11:05
 Τι θάμβος-- Θέ μου!  -- ήταν εκείνο,   όταν η Νιότη μου, ορθή  μπρος στο κατώφλι της ζωής μου  κι όμοια με πλώρης η μορφή,    στάθη κι αγνάντεψε τον κόσμο, προτού, με ριγηλή χαρά,  (σαν τον κολυμπητή που μπαίνει σε κρύα πρω'ι'νά...
2023-02-13 20:09
XIV  L'  imaginaire, seul, est reel  pour l' artist...   Μιάν ημέρα μπορεί τη ζωή ν' αγκαλιάσει στα στήθια της  και δεν είναι που απ' όλα κανείς με τα χρόνια αποσταίνει,  γιατί έτσι μας γράφτηκε η ψυχή: να μποράει  απ' το χρόνο, τον τόπο, την ύπαρξη,...
1 | 2 | 3 >>