Γεώργιος Δροσίνης

Γεώργιος Δροσίνης (1859 – 1951)

         <<  ΕΙΠΕ >> (Από τη συλλογή ΕΙΠΕ, ποίηση: 1923--1940), 

Είπε : Σ' ένα κύμα απάνω τη χαρά μου έχω γραμμένη.
κάπου είναι ταξιδεμένη,
ζήτησε την, θα τη βρεις.
Θα τη βρεις ακολουθώντας
τ' ασημένια της σημάδια,
που φωτίζουν τα σκοτάδια
χαραγμένα στα νερά.

Θα τη βρεις εκεί, που οι γλάροι
καθιστοί σ' αφρούς κουνιούνται
κι ανονείρευτοι κοιμούνται
με νανούρισμα γλυκό.

Θα τη βρεις και θα πιστέψεις
πως χαρά που μια γεννιέται
κι αν σε πέλαγα πλανιέται,
μα δε χάνεται ποτέ.

 Στις 12 Φεβρουαρίου: Οι κάτωθι μαθητές  του Λυκείου είχαν πάρει μέρος  στο project  με θέμα " Οι Έλληνες ποιητές που ύμνησαν τη θαλασσα": Δρακοπούλου Χρυσούλα, Αρχοντού Αθηνά, Μεσολογγίτη Πηνελόπη, Κουρετζής Ανδρέας, Πύλιαρη Ευαγγελία, Πατσάκης Παναγιώτης, Παπαναστασιου Δέσποινα.

Κείμενο:

Ο Δροσίνης γοητεύεται από τη φύση. Ο ίδιος μανιώδης ψαράς γνώριζε πολύ καλά τα μυστικά της θάλασσας, με την οποία συνδέει το συναίσθημα της χαράς. Η χρήση του β' ενικού προσώπου κάνει το ποίημα πιο άμεσο και πειστικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι όταν θα αναζητήσεις τη χαρά, θα τη βρεις να ταξιδεύει μαζί με τους γλάρους και το κύμα. Όμως δε θα χάνεται από τη στιγμή που γεννιέται, ακόμη κι αν περιπλανιέται στα πέλαγα, στην ατελείωτη θάλασσα της ζωής. Μπορείς όμως να τη βρεις αν ακολουθήσεις τα ασημένια της σημάδια, δηλαδή την καρδιά και το νου σου, που κουβαλάνε το φως, όλη την ουσία της ύπαρξης σου. Μόνο τότε όλες οι προοπτικές είναι ανοικτές.

Βιογραφία: Ποιητής και Πεζογράφος. Ο Γεώργιος Δροσίνης (1859--1951) υπήρξε από τους σημαντκότερους εκπροσώπους και πρωταγωνιστές, μαζί με τον Κωστή Παλαμά και τον Νίκο Καμπά, της Νέας  Αθηναϊκης Σχολής, η οποία αντιτάχθηκε με το έργο της στην καθαρεύουσα των Φαναριωτών και ρομαντικών. Φυσιογνωμία με ευρύτερη εθνική και κοινωνική δράση, Γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή από το Μεσολόγγι. Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο γράφτηκε στη Νομική Σχολή, αλλά σύντομα μεταπήδησε στη Φιλοσοφική. Διέκοψε όμως τις εδώ σπουδές του και έφυγε για το εξωτερικό (τη Λειψία, τη Δρέσδη και το Βερολίνο), προκειμένου να παρακολουθήσει μαθήματα ξένης φιλολογίας και ιστορίας της Τέχνης. Επιστρέφοντας από τη Γερμανία ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Εστία αρχικά μαζί με τον Νικόλαο Πολίτη,που τα λαογραφικά του κηρύγματα έχουν επηρεάσει αναμφισβήτητα τη λογοτεχνική παραγωγή του ποιητή και έχουν υπαγορεύσει τη θεματολογία του.  Το 1894 μετέτρεψε την Εστία σε καθημερινή εφημερίδα και εξέδωσε το βραχύβιο εικονογραφημένο ημερολόγιο Νέα Ελλάς και  το 1898 ίδρυσε το εκπαιδευτικό περιοδικό Εθνική Αγωγή, αργότερα το περιοδικό Μελέτη του "Συλλόγου προς διάδοσιν των ωφελίμων βιβλίων" και απο το 1922 την ετήσια λογοτεχνική, λαογραφική και αρχαιολογική έκδοση: Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος. Παράλληλα διετέλεσε γενικός γραμματέας του "Συλλόγου προς διάδοσιν των ωφελίμων βιβλίων", τον οποίον είχε ιδρύσει ο Δημήτριος Βικέλας. Για μεγάλο διάστημα, εξάλλου, υπηρέτησε ως ανώτερος υπάλληλος στο Υπουργείο Παιδειας, χρημάτισε διευθυντής δημοτικής εκπαιδεύσεως και από το 1913 διευθυντής Γραμμάτων και Τεχνών στο ίδιο Υπουργείο. Το 1926 με την ίδρυση της Ακαδημίας έγινε αμέσως Ακαδημαϊκός.. Με πρωτοβουλία του δημιουργήθηκε o Οίκος Τυφλών. Η ιστορική σημασία της πρώιμης εμφάνισης του Δροσίνη στο χώρο της πεζογραφίας καθώς και η συμβολή του στη διαμόρφωση του Νεοελληνικού αφηγηματικού λόγου είναι βέβαια αναμφισβήτητη. Η ποίησή του όμως επισκιάζει τη σημασία της αφηγηματικής του προσφοράς. Πρωτοπόρος και πρωταγωνιστής στο ξεκίνημά του, συνδεδεμένος με την καινούργια πνοή που έφερνε η γενιά του 1880 ο Δροσίνης κατέχει στα γράμματα θεση ιστορικής σημασίας και συγκυρίας. Δημοφιλής και οικεία στο ευρύ κοινό η παραγωγή του είναι σήμερα ένα σημείο αναφοράς.

  H ΨΑΡΟΒΑΡΚΑ ( Από τη συλλογή ΓΑΛΗΝΗ, ποίηση: 1880-1902 )

Έρχετ' η ψαρόβαρκα, έρχετ΄ ολοϊσια /

/περ' απ' τον Ασπρόβραχο κι' απ' τα Πετρονήσια.

Σα νεράϊδα αφρόπλαστη, νύφη φτερωτή, 

/τη χαϊδεύει ο μπάτης.

Μύρια πλούτη ατίμητα στην ποδιά κρατεί /

ζηλευτά προικιά της!

Έρχετ' η ψαρόβαρκα χρυσοστολισμένη,/ 

έρχετ' ασημόζωστη και ροδοντυμένη, 

του πελάου αρχόντισσα βεργολυγερή, /

 με πολλά καμάρια.

Πλούτη και στολίδια της έχει και φορεί /

 του γιαλού τα ψάρια!

Η  ΨΑΡΟΒΑΡΚΑ ( Από τη συλλογή ΘΑ ΒΡΑΔΙΑΖΗ, ποίηση: 1903-- 1922)

Θα 'ρχεται κ' η δωδεκάκουπη ψαρόβαρκα

ξώλαμπρα από μακρινό θαλασσοχώρι

να ψαρεύη στο γιαλό μας καθρεπτίζοντας

την περήφανη, σαν Περσομάχα, πλώρη. (α' στροφή)

Κ' οι ψαράδες, απ' την άρμη χαλκογάνωτοι

με γυναίκεια τυλιγμένο το κεφάλι,

με γυμνά τα πόδια πιο ψηλά απ' τα γόνατα,

πότε σέρνοντας την τράτα στ' ακρογιάλι, (β στροφή)

 πότε ρίχνοντάς την πάλι μεσοπέλαγα

με καλύτερης ψαριάς πλανεύτρα ελπίδα,

θά 'χουν, του κουπιού και του σκοινιού ξαλάφρωμα, 

τα τραγούδια που θυμίζουν την πατρίδα.

ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ  Α και Γ ( Από τη συλλογή ΕΙΔΥΛΛΙΑ, ποίηση: 1880-1902)   

             Α                          

Με τι λαχτάρα καρτερώ / 

τη μέρα που θα ταξιδεύσω πάλι. /

Που μ' αγεράκι δροσερό /  

και μ' ολοπρίμο τον καιρό

Θ' αφήσωμε το περιγιάλι! /(1η στροφή)

Σαν μια φτερούγα μοναχή

θ' απλώσ' η βάρκα το λευκό πανάκι 

και με του μπάτη την ευχή

θα πάρ' η άψυχη ψυχή 

και θα πετάξη σαν πουλάκι. (2η στροφή)

Μ' αφρό θα κόβη τα νερά,

 δροσάτο κύμα θε να την πλευρώνη.

Αυτή θα σειέται σαν κυρά 

κι' ο γεροναύτης με χαρά

θε να φουχτιάζη το τιμόνι. (3η στροφή)

 Και θα με φέρη  τεχνικά

κοντά  σ' ένα θεόρατο καράβι, 

που τ' αρμυρό νερό νικά

με χίλια δυο σιδερικά /

 άσβεστη φλόγα που ανάβει. (4η στροφή)

Σαν τ' αλυσόδετα θεριά / 

ταράζεται φυσομανά, βογγάει..

Να ξερριζώση απ' τη στεριά 

την άγκυρά του τη βαρειά /

μ' όλη τη δύναμη τραβάει./

 Ελεύθερο κι όλο χαρά /

μαύρο καπνό απ' τις μύτες ξανεμίζει./

 Με τ' ατσαλένια του φτερά

αναταράζει τα νερά /

 και σαν το σίφουνα σφυρίζει./

Το πέλαγος κυματερό / 

ανάμερά 'ς της πλώρης του την κόψη,/

τα πλάγιά του ξερνούν νερό, / 

 κι' αφήνει 'πίσω για καιρό /

θολή της θάλασσας την όψη./

Σαν μια εικόνα μακρινή/

χλωμιάζει μισοσβιέται τ' ακρογιάλι,/

 το κύμα παίρνει τη  φωνή: /

-- Γειά σας, χαρά σας, στεριανοί, 

καλώς ν΄ανταμωθούμε πάλι!

                Γ

Γλυκά φυσά ο μπάτης, / 

η θάλασσα δροσίζεται,

στα γαλανά νερά της 

ο ήλιος καθρεπτίζεται. /

 Και λες πως παίζουν μ' έρωτα

πετώντας δίχως έννοια/  

ψαράκια χρυσοφτέρωτα / 

σε κύματ' ασημένια./

'Στου καραβιού το πλάϊ /

 ένα τρελλό δελφίνι / 

γοργόφτερο πετάει

 και πίσω μας αφήνει.

 Και σαν να καμαρώνεται 

της θάλασσας το άτι/

με τους αφρούς του ζώνεται/

 και μας γυρνά την πλάτη. 

Χιονοπλασμένοι γλάροι,/

 πώχουν φτερούγια ατίμητα

και για κανένα ψάρι / 

τα μάτια τους ακοίμητα, /

'ς τά 'ξάρτια τριγυρίζοντας /

 ακούραστοι πετούνε / 

ή με χαρά σφυρίζοντας

 'ς το πέλαγος βουτούνε./

Και γύρω καραβάκια

 'ς τη θάλασσ' αρμενίζουν/ 

σαν άσπρα προβατάκια / 

που βόσκοντας γυρίζουν /

με χαρωπά πηδήματα / 

'ς τους κάμπους όλη μέρα,

κ' έχουν βοσκή τα κύματα,

 βοσκό τους τον αέρα.

      ΚΑΠΟΙΑ ΝΥΚΤΑ (Απ' τη συλλογή "Φωτερά Σκοτάδια", ποίηση 1903 -1922)

         Κάποια νύκτα, που κοιμήθηκα / στης ψαρόβαρκας την πλώρη,

         του γιαλού η Νεραϊδα ανέβηκεν / απ' τ' απάνεμα νερά.

          Δεν την έβλεπαν τα μάτια μου, / μα η ψυχή μου την εθώρει

           και την ένοιωθα στον ύπνο μου /σαν ακοίμητη χαρά.  

            Τα χλωρά τα φύκια ευώδιαζαν /του κορμιού την άϋλη σάρκα,

            το λαιμό κοχύλια στόλιζαν / και κοράλια τα μαλλιά.

              Κύμ' ανάλαφρο το χέρι της/ αργοσάλευε τη βάρκα

              με νανούρισμα γλυκόφωνο/ σαν του φλοίσβου τη λαλιά.

               Απ' τα στήθη της τ' ανάσασμα,/ δροσερό σα νυκτομπάτης,

               φίλτρο μαγικό με πότιζε τη στεριά ν' απαρνηθώ, 

                και δυο πούλιες σμαραγδόφωτες,/ τρέμοντας στα βλέφαρά της,

                 μ΄ έσερναν μ' αγάπη ανίκητη // στου πελάου τον κρύο βυθό... 

                  Ώ,  τι κρίμα! Η νύκτα  πέρασε/ και τ' ωραίο το πλάσμα εχάθη 

                  σαν αφρός  θαλασσογένητος/ μεσ' στο φως του Αυγερινού.

                  Ήτον  όνειρο, ίσκιος, φάντασμα / απ' αγνώστου κόσμου βάθη;

                  Ήτον της καρδιάς μου πλάνεμα / ή προφήτεμα του νου;

 Η ΜΥΓΔΑΛΙΑ (Από τη συλλογή,  ΙΣΤΟΙ  ΑΡΑΧΝΗΣ, ποίηση : 1880-1902 )

Ετίναξε την ανθισμένη μυγδαλιά 

 με τα χεράκια της 

κ' εγέμισ' από άνθη η πλάτη, η αγκαλιά, /

 και τα μαλλάκια της.

Άχ χιονισμένη σαν την είδα την τρελλή /

 γλυκά της  μίλησα,/ 

της τίναξα τα άνθη απ' την κεφαλή /

και την εφίλησα. / 

-- Τρελλή να φέρης 'ς  τα μαλλιά σου τη χιονιά, 

τι τόσο βιάζεσαι;

Μονάχη της θε να 'ρθει η βαρυχειμωνιά /

δεν το στοχάζεσαι;/

Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά, / 

τα παιχνιδάκια σου, 

κοντή γριούλα με τα κάτασπρά σου τα μαλλιά 

και τα γυαλάκια σου!

     ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ (Από τη συλλογή: ΓΑΛΗΝΗ, ποίηση: 1880 -- 1902)

Στο ρημαγμένο παρεκκλήσι

της  Άνοιξης το θείο κοντύλι

εικόνες έχει ζωγραφίσει

με τ' αγριολούλουδα τ' Απρίλη.

Ο ήλιος γέρνοντας στη Δύση,

μπροστά στου ιερού την Πύλη

μπαίνει δειλά να προσκυνήσει

κι ανάφτει υπέρλαμπρο καντήλι.

Σκορπά γλυκειά μοσχοβολιά

δάφνη στον τοίχο ριζωμένη--

θυμίαμα που καίει η Πίστις--

και μια χελιδονοφωλιά

ψηλά στο Νάρθηκα κτισμένη

ψάλλει το Δόξα εν Υψίστοις.

Α' στροφη:  Στo ποίημα αυτό του  Γ. Δροσίνη  ένας πλούτος συναισθημάτων αναβρύζει, που μας  ευαισθητοποιεί, καθώς  αποσπά την προσοχή μας με το ρημαγμένο παρεκκλήσι.  Παρότι δε το εκκλησάκι αυτό είναι μακριά απ΄τους ανθρώπους  και ως εκ τούτου βρίσκεται στο περιθώριο, όμως αντλεί θεϊκή δύναμη. Οι δυο αυτές έννοιες: ρημαγμένο και παρεκκλήσι αλληλοεπηρεάζονται  και ως εκ τούτου ένα θρησκευτικό συναίσθημα υπεισέρχεται. Αλλά και ένα μοτίβο διαμορφώνεται με την Άνοιξη, η οποία το ζωγραφίζει με θεϊκό κοντύλι δίνοντάς του θεϊκή υπόσταση.   Οι έννοιες αυτές συνδέονται  με τη χελιδονοφωλιά  κτισμένη ψηλά στον Νάρθηκα , η οποία και ψάλλει με ανθρώπινα λόγια: το Δόξα εν Υψίστοις. Η προσευχή της δεν είναι μόνο μουσική και ποίηση, αλλά και  δοξολογία.  Έτσι φανερώνεται η παρουσία του Θεού και ο ήλιος επανακτά τη ιερότητά του, καθώς μπαίνει μπροστά στου Ιερού την Πυλη ως προσκυνητής και ανάβει υπέρλαμπρο καντήλι. Αλλά και τα αγριολούλουδα αποσπούν την προσοχή μας , αφού με αυτά δημιουργείται μια εικόνα τρισδιάστατη και ζωντανή. Θεϊκή μοσχοβολιά στο παρεκκλήσι δίνει και η δάφνη η ριζωμένη στο τοίχο του, για να μας υπενθυμίζει τη δύναμη της Πίστης!

  ΘΑΛΑΣΣΑ  ΚΑΙ  ΔΑΣΗ (Από τη συλλογή: ΘΑ ΒΡΑΔΙΑΖΗ, ποίηση 1903 -- 1922) 

Τι χαριτωμένο ταίριασμα κι αδέρφωμα:

θάλασσα και δάση 

Κι' απ' το δρόμο του βουνού ξαπόσταμα

στ' ακροθαλάσσι. (1η στροφή)

Θά 'χωμε προσκέφαλό μας τις αγράμπελες

και σκαμνί τα ρείκια

και στρωσίδι μαλακό στα πόδια μας

βρεμένα φύκια. (2η στροφή)

Απ' τον κυματόδαρτο όχτο πεύκα ακρόγερτα

και σκυφτά πλατάνια

βουτηχτή θα ρίχνουν ίσκιο πράσινο

σε βάθη ουράνια. (3η στροφή)

Θα φυσά απ' τη θάλασσα κι' όταν, βραδιάζοντας,

ξεψυχάει ο μπάτης,

η στεριά θα στέλνει απόγειο ολόδροσο

το ανάσασμά της. (4η στροφή)

Γύρωθε κι απάνωθέ μας στα ψηλώματα

σμίγοντας ζευγάρι

τα πουλιά θα διαλαλούν αφρόντιστα

της ζωής τη χάρη. (5η στροφή)

Και στ' αυτί μας ψιθυρίζοντας, ροδόπλαστο

σα Νεράϊδας χείλη,

θα μας λέει τα μυστικά της θάλασσας

ένα κοχύλι.

 ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ ( 1821--1921)          

(Από τη συλλογή ΠΥΡΙΝΗ ΡΟΜΦΑΙΑ, ποίηση: 1903-1922) 

" Το γαλλικό καράβι απ' τη Μήλο ήρθε κι ' άραξε

 μια σεληνόφωτη νύκτα στον Πειραιά, 

κ' εκεί ξετύλιξαν με δαυλιά αναμμένα το θείο άγαλμα 

για να το καμαρώσουν, και το πρωϊ έφυγε πάλι το καράβι για τα ξένα".

'Ω θεά ξενιτεμένη, μελετώντας σε,/ 

γυρίζει ο νους μου πίσω έναν αιώνα:

στη νύκτα εκείνη, που αρπαγμένη πέρασες

μπροστά απ' τον γκρεμισμένο Παρθενώνα. ( α στροφή)

Απ' τα ζητιάνικα κουρέλια γύμνωσαν 

το θείο κορμί σου οι βέβηλοι κουρσάροι,

κ' έλαμψες αφρογέννητη, και θάμπωσες

γυμνή τ' ολόφωτο αττικό φεγγάρι. (β στροφή)

  Για να σε ξετιμήσουν ανυπόμονα

-- τέτοια άφθαστη κι' αφάνταστη πραμάτεια --

με των δαυλιών τις φλόγες σε ψηλάφησαν 

δάκτυλα βάρβαρα κι' ανάξια μάτια. (γ στροφή)

Κι' όταν θαλασσόδρομη πάλι κίνησες

για της ατέλειωτης σκλαβιάς τις ώρες, 

μια σκλάβα άλλη θυμήθηκαν και σ' έκλαψαν 

του Ερεχθείου οι μαρμαρένιες Κόρες. (δ στροφή)

Ψεύτικη λευτεριά στα ξένα απόχτησες

τα θεία σου κάλλη δείχνοντας για λύτρα

και, στερημένη εσύ τ' Ωραίο, γίνηκες 

μες' στ' άσχημα του Ωραίου η διαλαλήτρα.(ε στροφή)

Τι τάχα κι  αν σε θρόνιασαν βασίλισσα

σε μουχλιασμένο στεριανό παλάτι:

το μάρμαρό σου, ανήλιαγο κι' αδρόσιστο,

του Αιγαίου ποθεί το κρυσταλλένιο αλάτι. (στ' στροφή)

 Ώ, να πατούσες πάλι της πατρίδας σου 

τα κυματόδαρτα λευκά χαλίκια 

μ' ένα στεφάνι απ' ανθισμένες κάπαρες 

κι' ένα στρωσίδι από  βρεμένα φύκια! (ζ στροφή)

Ώ, κι' από κάποιο θάμα τα δυο χέρια σου,

πανώρια, ακέρια ν' άπλωνες και πάλι,

τα χέρια, που σε ξένον τόπο άν σού 'λειπαν,

δεν είχαν τί να σφίξουν στην αγκάλη. (στροφή η)

Ο τίτλος του  ποιήματος : "Στην Αφροδίτη της Μήλου 1821 -1921".O Δροσίνης έγραψε το ποίημα αυτό  το 1921. Ως τότε είχαν συμπληρωθεί 100 χρόνια από τότε που το μετέφεραν στο Μουσείο του Λούβρου, όπου και εξέπεμπε μια ήρεμη γοητεία και ένα διεισδυτικό βλέμμα, όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς και σ' ένα βιβλίο Αρχαιολογίας. Με το ποίημα αυτό ο ποιητής εκφράζει ένα παράπονο, μια συγκίνηση για όλη την περιπέτεια του αγάλματος, που κι' ακρωτηριασμένο με το ένα χέρι, κομμένο από τον ώμο και με το άλλο πιο χαμηλά στο μπράτσο, αποπνέει ένα φως και μεταγγίζει ένα πόνο ψυχής, ακόμη κι' ας τη συνόδευσε στη Γαλλία ο Γάλλος πρεσβευτής, κι' ας κόπηκε για χάρη της αναμνηστικό μετάλλιο κι' ας την αγάπησαν οι Γάλλοι...

  ΚΑΛΟΤΥΧΗ (Από τη συλλογή, ΦΕΥΓΑΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ, ποίηση, 1923 --1940)

ΚΑΛΟΤΥΧΗ, που λούζεσαι / σε μια πηγή του ωραίου,/

στα κύματα του Αιγαίου, / που βρέχουν το νησί.

Μεσ' στα νερά, που γέννησαν / την Αφρογεννημένη,

το Ωραίο για πάντα μένει / και θα το βρής κ' εσύ. (1η στροφή)

Κι αν η στεριά σε μόλυνε / με τον ανασασμό της, / 

κι' αν μάρανε της νιότης / την άδολη χαρά, 

σαν την κυματογέννητη / μια εσύ κι' απ' όλες χώρια, 

πάναγνη και πανώρια, θα βγης απ' τα νερά. (2η στροφή)

Καλότυχη, που χαίρεσαι / του ήλιου το φως περίσσιο,

καθάριο, πελαγίσιο, / χρυσάφι αναλυτό,

 χυμένο απ' τον Απόλλωνα/ τότε,  που τον εγέννα / 

κρυφά απ' την Ήρα σ ένα / του Αιγαίου νησί η Λητώ.  (3η στροφή)

Κι' αν κορνιαχτός σού θόλωσε / τα μάτια, κι' αν στην άκρη

σ' ανέβασε ένα δάκρυ / κάποιος καημός κρυφός,

θα λάμψουν αντιφέγγοντας / με της αυγής τις ώρες

στις τρίσβαθές τους κόρες / το Απολλώνειο φως.    (4η στροφή)                     

           ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ: ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑΙ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ

           ΤΡΕΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΕΝ ΤΗΝΩ, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1883 

                                      Α

    " Υπό την μελαγχρινήν σκιαύγειαν του απωτάτου λυκαυγούς διακρίνω το πρώτον την Τήνον μέσω της τεθαμβωμένης κρυστάλλου ενός των κυκλικών παραθυριδίων, άτινα παρέχουσιν ήδη γλισχρότατόν τι φως εις την χαμηλήν αίθουσαν του ατμοπλοίου. Η μικρά πόλις είναι λευκή, λευκοτάτη την όψιν, και εν τη τόσω πρωϊνή ταύτη ώρα νομίζει τις μάλιστα ότι μαλθακώς κεκλιμένη παρά την ακτήν τρυφά έτι εν τη απολαύσει εωθινού ύπνου, βαυκαλωμένη υπό του παρ' αυτήν, φλοισβίζοντος γαλανού αιγιαλού, ή, μόλις αφυπνισθείσα ίνα υποδεχθή τους προσελευσομένους ξένους, δεν επρόφθασε ν' αποβάλη ακόμη την χιονώδη λινοστολήν της νυκτός. Ο δούπος της έλικος καθίσταται ολονέν βραδύς, μάλλον υπόκωφος, και ενώ το πυρόσκαφον ανακόπτει εντελώς τον δρόμον, αναπάλλονται έτι τα στέρνα αυτού, ως εάν ασθμαίνει εκ της συνεχούς πορείας 85 μιλλίων, ήν  διήνυσεν εντός εννέα μόλις ωρών, και τρέμει εκ του βάρους ίσως υπεροκτακοσίων επιβατών, τους οποίους φέρει επί της ράχεως του. Η άγκυρα κυλίεται, βυθίζεται εις το ύδωρ και εμπήγνυται εις τον αμμώδη πυθμένα, ενώ παρά τα πλευρά του σκάφους προσκολλώνται τα στίφη των λέμβων και από της πρύμνης μέχρι της πρώρας άρχεται ο απερίγραπτος εκείνος αγών, ο πλήρης συγχύσεων, ύβρεων, βλασφημιών και ωθήσεων, ο αγών της αποβιβάσεως. Μάτην αποπειρώμαι ν' ανέλθω εις το κατάστρωμα, πανταχόθεν μοι περιφράττουσι την δίοδον από της κλίμακος τείχη απόρθητα ωκοδομημένα εκ νώτων, στέρνων και βραχιόνων ανθρωπίνων. Από της εσπέρας χθες μένω κεκλεισμένος εν τη ασφυκτική  ατμοσφαίρα της στενής υποθαλασσίου αιθούσης μετά πεντήκοντα άλλων αμφιγενών καταδίκων.  Διήλθον τας πρώτας ώρας της νυκτός συνεσφιγμένος εν πολυζητήτω τινί άκρα ανακλίντρου, μόλις διαθέτων τόπον τόσον, ώστε να στρέφω τα φύλλα αναγιγνώσκων επί μικρού δεδιπλωμένου βιβλίου, και όταν εσβέσθησαν πάντα τα φώτα, εκτός μικράς λυχνίας, ήτις εκάμμυε  και αυτή νυσταλέα τον μόνο της  οφθαλμόν,  μόλις και διά μυρίων τεχνασμάτων κατόρθωσα να συζεύξω δύο των εν τοις ατμοπλοίοις εκείνων χιαστών σκαμνίων και να περισυνάξω επί της μικράς επιφανείας αυτών ολόκληρον το σώμα ούτως, ώστε να καταλάβη την οπωσούν οριζόντιον θέσιν της αναπαύσεως. Αλλ΄είμαι ηναγκασμένος ανά πάσαν στιγμήν αιμωδιών ν' αλλάσσω του σώματος την θέσιν και ως εκ τούτου πάσα  ελπίς ύπνου πτερυγίζει ανεπιστρεπτεί. 

   Την αφόρητον παράτασιν της ακουσίου ταύτης αγρυπνίας μόλις μετριάζω πως βαυκαλώμενος διά των πολυποικίλων σχεδίων της εν Τήνω μελλούσης τριημέρου διαμονής. Όταν πρόκειται να επισκεφθώ το πρώτον τόπον τινά, προσπαθώ εκ των πληροφοριών, ας περί αυτού συνέλεξα, εκ περιγραφής, ήν ανέγνων ποτέ, να αποτυπώσω εν τω βάθει της φαντασίας πλήρη και ζωντανήν την εικόνα αυτού, ήτις όμως αποδεικνύεται πάντοτε ανομοιοτάτη μετά την απλήν επίγνωσιν του πρωτοτύπου. Αλλ΄ήδη είναι τόσαι αι περί Τήνου προκαταλήψεις μου συνεζευγμέναι μετά των περί της πανηγύρεως! και συμμίγνυνται, συμφύρονται εν τοιαύτη διηνεκεί περιδινήσει, ώστε όλη η αρχιτεκτονική δύναμις του εγκεφάλου αδυνατεί να καταρτίση εξ αυτών, έστω και το ατελέστατον σχεδίασμα.  

    Εν τη αιθούση όλοι οι άλλοι κοιμώνται. Εις μεν το βάθος αι γυναίκες αποκεκρυμμέναι υπό του ερυθρού παραπετάσματος, όπερ χωρίζον εις δύο την στενήν αίθουσαν καθιστά αυτήν παρεμφερή προς μικρόν θέατρον, οι δε άνδρες καθήμενοι περί την ευμήκη τράπεζαν, εφ' ής αποθέτουσιν ως παροψίδας περιεστεμμένας εν τη ιδία αγκάλη τας υπό του ύπνου βεβαρημένας κεφαλάς αυτών... έτεροι δε στηρίζοντες πως τα νώτα, και μόνος εις νησιώτης καθεύδων ηρωϊκώς εν τω μέσω της αιθούσης επί απλού σκαμνίου, χωρίς ποσώς να στηρίζη το σώμα, αναλαμβάνει το τρίτον ήδη από του δαπέδου το μακρόν αυτού φέσιον, όπερ απολέσαν την ισορροπίαν κατεκρημνίσθη εν αποτόμω τινί κατανεύσει της κεφαλής.   Δυστυχώς η ζηλευτή μακαριότης των επιβατών δεν έμελλε να διαρκέση επί πολύ.. το ατμόπλοιον, όπερ άχρι τούδε έβαινεν ομαλώτατα, ήρξατο αίφνης κινούμενον ένθεν και ένθεν, και μετ' ολίγον γενική σύγχυσις επηκολούθησεν... αι πλείσται κεφαλαί ηγέρθησαν εκ της τραπέζης, το ερυθρόν παραπέτασμα ανεσύρθη και ηκούσθησαν οι πρώτοι λαρυγγισμοί του θαλασσίου μελοδράματος, όπερ διήρκεσε σχεδόν μέχρι της χαραυγής. Τοιαύτη υπήρξεν η εν τη θαλάσση νυξ. Και ήδη ως όασιν προσβλέπω ολονέν διαυγεστέραν καθισταμένην την μικράν πόλιν της Τήνου, ήτις, αν όχι άλλο, θα μοι παράσχη  τουλάχιστον αέρα και ύπνον. 

  Καθ' ήν ώραν, αραιωθέντος του πλήθους, κατήλθον τέλος επί της μικράς λέμβου ήτις με έφερε προς την τηνιακήν ακτήν, ο ήλιος προβάλλων ηρέμα από των χλοερών βουνών της νήσου εξηκόντιζε μέχρι περάτων του Αιγαίου τας εαρινάς αυτού ακτίνας. Η θάλασσα μόλις ερρυτιδούτο υπό την ελαφρώς δροσεράν αναπνοήν της ηούς, ούτως ώστε εφαίνετο ωσεί πλεκτή εκ της λεπτής ψιάθου πρασίνης άμα και κυανής. Είναι δε εξαιρετική ευτυχία η ούτως ευχερής αποβίβασις εν Τήνω, όπου συνήθως οι επιβάται υφίστανται τον κίνδυνον,, αν όχι πνιγμού, αλλ' ακουσίου τινός ψυχρολουσίας.. διότι ενώ η νήσος στερείται λιμένος, απολαύει προσέτι της στοργής όλων των ανέμων, οίτινες πνέουσι περί αυτήν μετά τοσαύτης ορμής, ώστε κινούσι  και αυτάς τας επιτυμβίους στήλας κατά τον εκφραστικώτατον μύθον των αρχαίων. Η λέμβος με αποβιβάζει επί του Μώλου, ήτοι τεχνητής προεκβολής της ξηράς είς σχήμα βραχίονος στενού και μακρού, προφυλαττούσης ασθενώς πως τα εν τω αβαθεί λιμενίσκω μικρά πλοιάρια. Καθ' όλην την έκτασιν αυτού και την λοιπήν γραμμήν της παραλίας εκχύνεται πυκνότατον και αεικίνητον το πλήθος, εν μέσω του οποίου ωθών και ωθούμενος, παρεκκλίνων τήδε κακείσε κατ' ανάγκην, διακόπτων δ' ενίοτε κ' επί μικρόν την πορείαν, βαδίζω ούτω μηχανικώς και φθάνω τέλος εκεί, όπου με αναμένει  μικρά αναψυχή και απαραίτητος ανάπαυσις ολίγων ωρών.

   Αι οικίαι της νήσου, πάσαι σχεδόν διώροφοι, ουδέν έχουσι το ιδιόρρυθμον, εκτός των προς τας οδούς προεξοχών του άνω ορόφου, αίτινες καθιστώσι το μεν ενδιαίτημα ανεπαισθήτως ευρύτερον, πληκτικώς δε σκιερούς τους άλλοτε στενωτάτους δρομίσκους. Το μόνον διακριτικόν της τηνιακής αρχιτεκτονικής είναι ότι η αίθουσα της υποδοχής τίθεται άνευ μεσολαβήσεως διαδρόμων και προδόμων παρ' αυτήν την εξωθύραν, ώστε ο επισκέπτης δύναται ευθύς να ευρεθή από της οδού εις την αίθουσαν, παρεισάγων μεν διά της ανοιγομένης θύρας το υπαίθριον ψύχος, απομάσσων δ' επί του δαπέδου ή του υπεστρωμένου τάπητος όλον τον ρύπον των ιδίων υποδημάτων. Η εσωτερική διασκευή των οικιών ειναι συνήθως απλή και κατεξοχήν  καθαρά, περί πολλού δε ποιούνται αι Τήνιαι οικοδέσποιναι την αναπαυτικήν και φιλάρεσκον συσκευήν της κλίνης κυρίως, ήν επιστρωννύουσι δι' απαλών στρωμνών, χιονολεύκων  επικαλυμμάτων και περικεντήτων προσκεφάλων, και περικλείουσιν εις αραχνοϋφαντον κουνουπιέραν. Και παρ' αυταίς ταις μάλλον πενομέναις οικογενείαις, ταις τρεφομέναις  ίσως διά ξηρού άρτου και ελαιών, θα εύρη τις τοιαύτας κλίνας. Αι Τήνιαι δέσποιναι είναι εύθυμοι, ευπροσήγοροι, περιποιητικαί μέχρι φορτικότητος ενίοτε, αι δε κόραι αυτών δροσεραί, φιλογέλωτες, και μεταξύ τριών η μία πάντοτε εύμορφος...αν όχι και αι τρεις.  

     Διερχόμενος τας πολυδαιδάλους οδούς και στενωπούς συναντώ πανταχού ομάδας ανθρώπων ποικίλως ενδεδυμένων, ων οι μεν απλώς βαδίζουσιν ή κρατούσι τρόφιμα,οι δε, άρτι αφικόμενοι, περιέρχονται μετά των ιδίων αποσκευών ζητούντες γωνίαν τινά κενήν, εν ή θα εγκαθιδρυθώσι. Διά τους ευπορούντας και εγκαίρως προσερχομενους τούτο δεν είναι δύσκολον, διότι πάσα Τηνία οικογένεια καταλείπει προθύμως τον οίκον κατά τας ημέρας της πανηγύρεως εις ξένους καλόν πληρώνοντας ενοίκιον και καταφεύγει παρ' άλλη τινί συγγενική ή φιλική οικία. Ου μόνον δε τους οίκους, αλλά και τα καταστήματα αυτων ενοικιάζουσι πολλοί των εντοπίων εις επήλυδας καφεπώλας, καπνοπώλας και λαχανοπώλας, οίτινες εισάγοντες τα εαυτών προϊόντα, απαλείφουσι την παλαιάν επιγραφήν, αναγράφουσι την ιδικήν των επί τρεις ή τέσσαρας ημέρας, είτα δ' απέρχονται πάλιν εις τη ιδίαν πατρίδα, πλείστα  αποκομίζοντες κέρδη εκ της μεγάλης καταναλώσεως και των υπερόγκων της πωλήσεως τιμών. Διά τους πτωχούς υπάρχουσι διαθέσιμα τα εκατόν και επέκεινα κελλία του ναού της Ευαγγελιστρίας, οι διάδρομοι ακόμη και όλος ο περίβολος αυτού, οικίαι εν τη πόλει υπό των επιτρόπων του ναού ενοικιαζόμεναι και δωρεάν παρεχόμεναι τοις προσκυνηταίς, πάσα γωνία και πάσα άκρα των οδών επιτέλους να στεγάσει οπωσούν αυτούς.    Η στενή οδός, ήν ούτως εν αγνοία ηκολούθησα, με φέρει προς την αγοράν, μικράν πλατείαν λιθόστρωτον ως όλαι αι οδοί, εν ή γίνεται η μεγαλυτέρα του πλήθους κυκλοφορία, διερχομένου κατ' ανάγκην εκείθεν ίν' ανέλθη διά της ανωφερούς ευρείας οδού εις τον ναόν, κείμενον ολίγον ανωτέρω της πόλεως". 

    Εν τη μικρά ταύτη πλατεία ιδίαν κατέχουσι γραμμήν προς το μέρος της παραλίας τεταγμένοι οι ιχθυοπώλαι,  όπισθεν μεγάλων κοφφίνων, εντός των οποίων περιέχονται σωρηδόν κογχύλια, μύδια και κτένια, και αβαθών τινών κανίστρων, εν οις συστέλλουσι τους μακρούς ακανθώδεις πόδας ροδοκόκκινοι αστακοί, ή απλούνται μαλθακοί οκτάποδες, μελαψαί σηπίαι και σπάνιοι τινές μικροί ιχθύς.Παρέκει μέγα παντοπωλείον εκχύνει διά των θυρών αυτού μέχρι της οδού πλημμύραν προϊόντων: σάκκους ορύζης και καλάθους άρτων, σύκα ξηρά και βαρέλια σαρδελλών και ελαιών, και εντός μεγάλων λεκανών τουρσιά πολυειδή, ών η οξεία οσμή υπεισέρχεται γαργαλιστική ως ταμβάκος εις τους ρώθωνας των διαβατών. Πλησίον αυτού κείται μαγειρείον πληρούν τον αέρα μονοτόνων τερετισμών διά των τριών τηγανίων του, εν οις παρασκευάζονται  συνεχώς υφ' ενός δραστηρίου μαγείρου θαλασσινά, αφρόπλαστοι λουκουμάδες και κατ' εξοχήν θαυμάσιοι κεφτέδες εκ χαβιαρίου, δύο διαφόρων μεγεθών, μεγίστην έχοντες κατανάλωσιν, πωλούμενοι δε αντί πέντε και δέκα λεπτών έκαστος. Έπεται λαχανοπώλης, είτα κουρεύς έχων αναπεπταμένην λευκήν σημαίαν ως φρούριον συνθηκολογούν, μετ' αυτόν  κηροπώλης και τέλος γραμμή συνεχής μικρών υπαιθρίων πωλητών διήκουσαι ένθεν και ένθεν της οδού μεχρι της κλίμακος του ναού. Πυραμίδες κουλουρίων, σωροί  φυστικίων και αμυγδάλων, μεγάλα κάνιστρα πλήρη ζαχαρωτών, έπειτα πίλοι ανδρικοί, κομβολόγια μελανά και καστανόχροα, φυλακτήριοι μετάλλινοι και οστράκινοι σταυροί, μικρά εκ λευκοσιδήρου φιαλίδια δια το άγιον έλαιον και έτερα μεγαλύτερα διά τον αγιασμόν...

   Τις  οδοιπορικές  εντυπώσεις του ο Δροσίνης με τον τίτλο" τρεις ημέραι εν Τήνω" τις δημοσιεύει στην Εστία  και εν συνεχεία τις εκδίδει σε βιβλίο το 1883. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Εστία σε τέσσερις συνέχειες (Α - Δ). Κάθε συνέχεια συνοδευόταν και από σχετικούς υπότιτλους, οι οποίοι κατά τη δημοσίευση του έργου σε βιβλίο αφαιρέθηκαν. Οι υπότιτλοι αυτοί κατά κεφάλαιο είναι: Α': Πρώτη θέα της Τήνου-- η εν τη θαλάσση νυξ -- Αποβίβασις-- αι οικίαι της Τήνου --Ανά τας οδούς-- Εν τη αγορά-- αι μαντείαι των περιστερών.--Το προαύλιον.-- Ο περίβολος του ναού.-- Τα κελλία. Β' : Η αίθουσα,-- Οι προσκυνηταί.--Απροσδόκητος συνάντησις.-- Η περί της ευρέσεως της εικόνος παράδοσις.-- Εντός του ναού.-- Η εικών.-- Τα υπόγεια του ναού.-- Η νυξ της παραμονής. Γ': Η πρωϊα της εορτής και οι τελευταίοι πρσκυνηταί.-- Από του εξώστου.-- Η λιτανεία.-- Οι αναχωρούντες.-- Οι απομένοντες πανηγυρισταί.-- Σκηνή εν καφενείω. Δ':.- Η μονή των γυναικών.--Η προς την μονήν οδός.-- Οι ημίονοι της Τήνου.--Εν των ηγουμενίω.-- Αδελφή Μελάνη.-- Εις τον εσπερινόν.-- Αναχώρησις.

Λέξεις  : σκιαύγεια, γλισχρότατον φως,  εωθινός ύπνος, φλοισβίζω, εμπήγνυται, εκάμμυε, συμφύρονται, απομάσσω, επιστρωνύω: α) σκιαύγεια :σκοτεινή απόχρωση, β) γλισχρότατο φως:  ανεπαρκές φως γ) εωθινός: αυτός που γίνεται την αυγή δ) φλοισβίζω: παφλάζω ε) καμμύω:μισοκλείνω τα μάτια,  στ) συμφύρονται:  συγχρωτίζονται, συναναστρέφονται με άτομα κατά τρόπο που υποβιβάζει τη γενική εικόνα τους. ζ) μεταπλάσσω: διαμορφώνω εκ νέου μεταβάλλοντας μορφή ή σχήμα, ξαναπλάθω. η) επιστρωνύω: επικαλύπτω, θ) αιμωδία: παραισθησία που οφείλεται σε προσωρινή διακοπή της αιματώσεως λόγω άσκησης, πιέσεως, ακινησίας ή ψύχους και προκαλεί μερικό ή τοπικό μούδιασμα

  O ποιητής παρατηρεί και καταγράφει εμπειρίες ανάμικτες με στοιχεία της λαϊκης παράδοσης και εκδηλώσεις των Τηνιακών συμπλέκοντας με αυτόν τον τρόπο το ρεαλισμό με την ηθογραφία.Το έργο του  συνδέεται με την περιγραφή και την καταγραφή των εντυπώσεων με τις χαρακτηριστκές εικόνες της εποχής και του τόπου. Περνάει στη διαγραφή των προσώπων και των πραγμάτων, στη διερεύνηση των χαρακτήρων των ηρώων  του έργου του και στη δημιουργική μετάπλαση των θεμάτων. 

                                      ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ 

                           (απ' τη συλλογή "Κλειστά  Βλέφαρα, ποίηση:1903--1922)                           

                                  Απ' τις μεγάλες τις αγάπες μου είσ' εσύ,  

                                  της θάλασσας αγάπη!-- 

                                  Κι' όχι γλυκειά και γελαστή κι' ατάραχτη,

                                  σαν άλλες../  Ξέχωρη απ' όλες.

                                 Και στις χαρές / και στους καϋμούς

                                  και στις λαχτάρες /  και στο ξελόγιασμα

                                   και στο μεθύσι του κινδύνου /                    

                                    και στου χαμού την καταφρόνεση--

                                    Ξέχωρη απ' όλες είσ' εσύ / και πρώτη.

                                     Με τα κουπιά αργολάμνοντας,/ πόσες φορές,

                                      στης βάρκας μου το ακρόπλωρο σκυμμένος,

                                       ώ γαλανόθωρη, καθρέφτισαν την όψη μου

                                        στην αγκαλιά σου τη γαληνεμένη!

                                         Καρφώνοντας στα διάφανα νερά σου 

                                        τα μάτια αχόρταγα, ζητούσα να ξανοίξω

                                          του βάθους σου τ' απόκρυφα.  

                                          Κι'  όπου η ματιά δεν έφτανε, στα τρίσβαθά σου, 

                                      το λογισμό μου βουτηχτή  ξαπόστελνα

                                            να ιδή και να μου φανερώση

                                            των κοραλλιών σου το άνθισμα,  

                                             των μαργαριταριών το πλάσιμο, 

                                             και του πανώριου κόσμου σου όλου

                                              τη μυριοφάνταστη ζωή. / Του κάκου! --

                                              Εσύ αφανέρωτους κρατάς τους θησαυρούς σου

                                              στ' άφταστα βάθη της αγάπης σου, 

                                              για να τους φανερώσης / μόνο στους διαλεκτούς, 

                                               την ώρα που ολογύρω στο λαιμό τους

                                               πνίκτρα και σώστρα σφίγγεται η αγκάλη σου.

                                                Και πόσες νύχτες του καλοκαιριού, 

                                                σε κάποιο απάνεμο λιμιώνα σου,

                                               τα φύκια 

                                               προσκέφαλο έβαλα

                                               στο πλάι σου...

                                               Και συ κοιμώσουν κι' αγρυπνούσα εγώ,

                                               χορταίνοντας το φως 

                                                όλων των άστρων, που έφεγγαν 

                                                απάνωθέ μου, στον απέραντο ουρανό!...  

                                               Κάποια φορά/

                                               προς τ' ακρογιάλι απλώνοντας/

                                               αργό, απαλό το κύμά σου, 

                                                με σάλεμα χεριού, 

                                               που φέρνει κάτι, 

                                                μπροστά μου απόθεσες

                                                ολόδροσα, ολοπράσινα /

                                               τα μούσκλια σου.

                                                Μη με πλανέσουν της στεριάς τα λούλουδα

                                                 φοβήθηκες, 

                                                και να μου δείξεις θέλησες,  

                                                πως έχεις άνοιξη και συ/

                                                στους κάμπους σου;

                                                Το ανάσασμά σου!...  / 

                                                Κρασί της μαυροδάφνης με ροδόσταμα   

                                                  σμιγμένο,

                                                / δε φέρνει το γλυκό αποκάμωμα 

                                                  του Τίποτε. /Το ανάσασμά σου!... 

                                                   γεννά το ανάβρυσμα/

                                                    Κάθε ζωής κρυμμένης στο αίμα μου, 

                                                     και μου φτερώνει το κορμί και την ψυχή  

                                                      προς τα μεγάλα κι' άφθαστα      

                                                       το ανάσασμά σου!

                                                        Όταν στα μαγεμένα περιγιάλια σου,

                                                         κάποια λιοπυρωμένα μεσημέρια, 

                                                          της Ευμόλπης τα χέρια    

                                                       --  Τα νεραϊδόχερα --

                                                           σέρνουν πάνω στ'  ακύμαντα νερά /

                                                            σα γλάρου ακρόφτερα 

                                                             τα δάκτυλά τους, 

                                                           και φτάνοντας σ' απόρρηχη αμμουδιά,

                                                             κυλούν τα δροσοστάλαχτα χαλίκια,

                                                              Ποιο δάσος, ποιο λιβάδι, ποια ακροποταμιά  

                                                               μπορεί να φτάσει 

                                                                 μ' όλων της των πουλιών   το λάλημα,                                                                                                    το γλυκολάλημά σου;

                                                                  Κάποτε μια χαλάστρα δύναμη, 

                                                                    κινώντας απ' τα σπλάχνα σου, 

                                                                    λυσσομανά  κι' αφροκοπά...  

                                                                  Κι αλλοίμονο 

                                                                   σ' εκείνον που δειλιάσει!

                                                                   Μα  και χαρά στο δυνατό, 

                                                                   που θ' αντικρύσει νικητής τον κίνδυνο!

                                                                    Και κάποτε, 

                                                                    μ'  ένα  μετάνοιωμα ψυχής   γυναίκειας,                                                                                        λυέται ο θυμός σου   και ξεσπά     

                                                                      σε θρήνο  απαρηγόρητο.       

                                                                      Απ' τις μεγάλες τις αγάπες μου εισ' εσύ,                                                                                                                                                                                                                                                           της  θάλασσας αγάπη!  

                                                                      Της ομορφιάς αναγεννήτρα εσύ 

                                                                       στα μάτια μου,

                                                                         της  στεριανής ζωής παρηγορήτρα εσύ,                  

                                                                          κ'ελπίδα ποθητή  του λυτρωμού..                                                                                                                                                                                                                                                                                Της θάλασσας αγάπη,     

                                                                         Πρώτη μου και στερνή, εισ' εσύ!