Γιώργος Σαραντάρης

    Γιώργος  Σαραντάρης (1908 – 1941)

               ΑΛΛΟΤΕ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

"Άλλοτε η θάλασσα μας είχε σηκώσει στα φτερά της.
 Μαζί της κατεβαίναμε στον ύπνο.
Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιά στον αγέρα.
Τις μέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνές και τα χρώματα.
Τα βράδια ξαπλώναμε κάτω από τα δένδρα και τα σύννεφα.
Τις νύκτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε.
Ήταν τότε ο καιρός τρικυμία, χαλασμός κόσμου.
Και μονάχα ύστερα ησυχία.
Αλλά εμείς πηγαίναμε, χωρίς να μας εμποδίζει κανείς,
να σκορπάμε και να παίρνουμε χαρά.
Από τους βράχους ως τα βουνά μας οδηγούσε ο Γαλαξίας.
Κι όταν έλειπε η θάλασσα, ήταν κοντά ο Θεός".

Όποιος φέρνει τη θάλασσα στην αγκαλιά του

είναι σαν να μην υποφέρει από βάρος,

είναι σαν να μη ντρέπεται, που πηγαίνει με τον αγέρα,

είναι σαν να κρατάει ολάκερη τη γη μέσα στο βλέμμα,

να τραγουδάει μέσα στη νύκτα

και να του γίνεται η νύκτα μητέρα...

να τραγουδάει μέσα στον άνεμο

κι έτσι να χάνει και να κερδίζει τη φωνή του.

   Άλλοτε η θάλασσα....wmv (63514383)

Οι εικόνες της θάλασσας, καθώς συμπλέκονταν με τα συναισθήματα σ' αυτή την ονειρική διαδρομή με συνοδοιπόρο το φως του Γαλαξία, έδιναν μια άλλη αίσθηση, πως, ό,τι και να κάναμε, όταν είχαμε τη θάλασσα στην καρδιά μας, ήταν πραγματική ποίηση (μαζί της κατεβαίναμε στον ύπνο, μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιά στον αγέρα, τις μέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνές και τα χρώματα, τα βράδια ξαπλώναμε κάτω από τα δένδρα και τα σύννεφα, τις νύκτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε). Και ήταν ποίηση, γιατί είχαμε τη θάλασσα, που μας είχε σηκώσει στα φτερά της με την αναγεννητική της δύναμη, μας ένωνε με όλη τη φύση και μας έδινε τη χαρά, που δεν την κρατάγαμε για τον εαυτό μας, αλλά τη σκορπάγαμε. Και όταν δεν είχαμε τη θάλασσα στην καρδιά μας, ήταν μαζί μας ο Θεός.

    Μια δική του εντελώς ξεχωριστή υπόσταση έχει ο πρόωρα χαμένος Γιώργος Σαραντάρης. Οι μέρες του ήταν οι πέτρες που χρησιμοποιούσε, για να "κτίσει" την προσωπικότητα του. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Ιταλίας, στις πόλεις Macerata και Bologna και όταν ήρθε στην Ελλάδα μετέφερε το άχνισμα από τις θερμότερες απολήξεις του ευρωπαίκού πνεύματος. Στην Ελλάδα σχετίσθηκε το 1932 με τον κύκλο των ¨"Νέων Γραμμάτων". Καθώς δε είχε επηρεασθεί από τις νέες ποιητικές κατακτήσεις της Ευρώπης, αρχίζει κιόλας να δημοσιεύει ποιήματα, που τα συγκεντρώνει σε ολιγοσέλιδα πυκνογραμμένα φυλλάδια. Ο ίδιος χρονολογούσε με ακρίβεια τα ποιήματα του. Τα ανέκδοτα ποιήματα του και οι μικρές ποιητικές συλλογές, που είχε εκδόσει, όσο ζούσε, έχουν συγκεντρωθεί στον τόμο "Ποιήματα" (1961).

     Το ποιητικό του έργο " Οι Αγάπες του Χρόνου" (1933), " Τα Ουράνια"(1934)," Τα Αστέρια" (1935),"Κ.Π. Καβάφης", μονόφυλλο, (1939), "Στους φίλους μιας άλλης χαράς"(1940). Φιλοσοφικό έργο" Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης" (1937), που θεωρείται η πρώτη μελέτη υπαρξισμού στην Ελλάδα. "Η Παρουσία του ανθρώπου"(1938), "Δοκίμιο Λογικής σαν θεωρία του Απόλυτου και του μη Απόλυτου"   

    Η συνεργασία του με τα περιοδικά: "Νέα Ζωή", "Νέα Εστία","Κύκλος", "Νέα Γράμματα", "Νέα Φύλλα", "Μακεδονικές Ημέρες", "Κρητικές σελίδες". Η συνεργασία του με την εφημερίδα "Καθημερινή", στη φιλολογική σελίδα της οποίας δημοσίευσε σημειώματα και στίχους για τους νέους λογοτέχνες.

    Αδημοσίευτα, ένας ολόκληρος θησαυρός από δοκίμια και κριτικά σημειώματα πρωτότυπης σκέψης.

    Η δεκαετία του '30: Ο Γ. Σαραντάρης πήρε ενεργό μέρος στις πνευματικές ζυμώσεις της δεκαετίας του '30. Οι ποιητές της δεκαετίας αυτής απαλλάσονταν από τα ψεύτικα στολίδια της παραδομένης ποίησης και δημιουργούσαν μια νέα έκφραση και μια νέα ποίηση. Ο ποιητής χρησιμοποίησε τα νέα ρεύματα διυλισμένα μέσα από τον εαυτό του. Με μια πίστη προς την ζωή και την ομορφιά ήταν βαθύτατα ιδεαλιστής. Εκφραζόταν με νοσταλγία και ρέμβη σε ολιγόστιχα πυκνογραμμένα ποιήματα, που δεν φθάνουν όμως στην ολοκλήρωση.

     Έμεινε ως το τέλος μια μεμονωμένη ατομική περίπτωση, που δεν πρόφθασε να ολοκληρωθεί και να ασκήσει επίδραση, αφού χάθηκε νέος (1908, Κωνσταντινούπολη, 1941, Αθήνα). Στην πρώτη σελίδα της "Καθημερινής", στις 2/3/1941,σε μια ειδική στήλη με τίτλο"Αθηναϊκά Χρονικά", στην οποία έγραφε ο Γ. Βλάχος, διαβάζουμε: "Ο Σαραντάρης ως στρατιώτης στο αλβανικό μέτωπο είχε την τραγική μοίρα να πολεμήσει και να πεθάνει υπέρ του αγωνιζόμενου Έθνους. Λόγω των πολεμικών ημερών περιοριζόμεθα εις τας ολίγας αυτάς γραμμάς εις μνήμην του εκλιπόντος νέου διανοουμένου". Ο θάνατος του βαραίνει στη μνήμη ενός Έλληνα ποιητή, που είχε ονειρευτεί την ποίηση ως γέφυρα πολιτισμού ανάμεσα στους λαούς.

    Η ποίηση του για τη θάλασσα συνυφασμένη με εικόνες από τα κύματα, τον ουρανό, τον αγέρα, τον ήλιο, αποτυπώνει τη μαγεία της θάλασσας με την ποικιλόμορφη πολυχρωμία της σε όλες τις εκφάνσεις της και όταν είναι γαλήνια και όταν έχει τρικυμία. Η θάλασσα, καθώς αναδεικνύει τις σταθερές του ελληνικού τοπίου, γίνεται η ψυχή της ποίησης του, γιατί επηρεάζει τις καταβολές του δημιουργώντας έναν στενό δεσμό μαζί της. Η ποίηση του, ένα γοητευτικό ταξίδι στην ομορφιά της, παίρνει τις ιδιότητες μιας αναγεννητικής δύναμης, που λειτουργεί ως έμπνευση.

Η θάλασσα ανεβαίνει σαν ήχος στην καρδιά του."Μη φωνάζεις σε παρακαλώ! Όλοι οι άνθρωποι φωνάζουν. Είναι ωραίο να μιλάνε σιγά. Άκου μιλάει η θάλασσα για την ελευθερία".

Η αναγεννητική της δύναμη διαφαίνεται και στα παρακάτω ποιήματα του Γ. Σαραντάρη

    "Θάλασσα απ' την εξέδρα του Φαλήρου"

"Τα κύματα είναι οι ψυχές των ανθρώπων, που αληθινά δεν πεθαίνουν,

 δηλαδή οι ψυχές όλων των ανθρώπων της γης, που πραγματικά τραγουδάν(ε),

όταν σωπαίνει ο ήλιος. Δεν πεθαίνουν οι άνθρωποι. Δεν πεθαίνουν τα κύματα..

Όποιος κοιτάζει τα κύματα, ξεχνάει και τούτο ακόμα ... πως κάποτε φαινομενικά θα πεθάνει".

      "Γεια σου, η ζωή σου είναι φτερό"

    " Γεια σου, η ζωή σου είναι φτερό και μονάκριβο φτερό για μονάκριβο ταξίδι.

Είσαι ευλογημένος Ψυχογιός και δεν ξέρεις το παιχνίδι της ψευτιάς,

που σαλεύει εμάς τα φρένα. Και δεν ξέρεις από κομπορρημοσύνη

Ενώ εσύ υψώνεσαι, εμείς δουλεύουμε το κύμα.

Μας χρειάζεται η θάλασσα, για να αισθανθούμε την ζωή μας.

Το ύφος της θάλασσας μας σηκώνει απ' τη γη,

μας χαρίζει πορεία, μας σπρώχνει ενάντια στους ανέμους,

ενάντια στον ορίζοντα. Έτσι με χέρια ανοικτά,

με στήθος που το κτυπούν οι γλάροι, με πρόσωπο που γίνεται φως,

το φως της ημέρας, το φως της δικής σου χαράς, ευλογημένε φίλε.