Γιώργος Σεφέρης

Γιώργος  Σεφέρης  (1901 – 1971)

Ο ΠΟΙΗΤΉΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ ΣΤΗ  ΣΤΟΚΧΟΛΜΗ, ΣΤΙΣ 10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1963, ΠΑΡΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ  ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ ΓΟΥΣΤΑΥΟ ΣΤ' ΑΔΟΛΦΟ.  Ο μεγάλος ποιητής του ελληνικού εικοστού αιώνα είναι ο πρώτος Ελληνας που τιμάται με Νομπέλ Λογοτεχνίας. Ο ίδιος δηλώνει "Η Σουηδική Ακαδημία ηθέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της προς τη σημερινή και ζωντανή Ελλάδα του πνεύματος".Πηγή από το βιβλίο του Μιχάλη Ν.Κατσίγερα "OI ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΛΛΑΔΑ,  20ος  ΑΙΩΝΑΣ"

Ο ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ      

      Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ / Ασίνην τε../ 

                        ΙΛΙΑΔΑ

Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού
μας δέχτηκε, όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ' άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει  το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.

Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοικτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα
 άγνωστος λησμονημένος απ' όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα. 

 Την άγγιξες,  θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο  μέσα  στο φως 

 σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα,  

 κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.  

  Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα/

  παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα: /  

  "Ασίνην τε ... Ασίνην τε " και τα παιδιά του αγάλματα / 

    κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας /

   στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του /

    αραγμένα σ'άφαντο λιμάνι, κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό. /

   Πίσω από τα μεγάλα μάτια, τα καμπύλα χείλια, τους βοστρύχους

   ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξης μας 

    ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι

   μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:

    ένα κενό παντού μαζί μας. 

     Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα

     με σπασμένη φτερούγα σκήνωμα ζωής,

    κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει 

    με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού

     κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο

      κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει 

      ο χείμαρρος του ήλιου  

       με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

        Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται

        υπάρχουν άραγε

        ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές, τις ακμές τις 

         αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες

      υπάρχουν άραγε 

      εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής, του αγέρα 

      και της φθοράς 

      υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου, το σχήμα της στοργής

      εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στή ζωή μας

      αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με  την 

       απεραντοσύνη του πελάγου 

       ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος

       ή νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής

       εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας 

       σαν τα κλωνάρια της φρικτής ιτιάς σωριασμένα  μέσα στη 

        διάρκεια της απελπισίας, 

        ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μές 

         στο βούρκο 

         εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας 

           παντοτινής. Ο ποιητής ένα κενό.

       Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας

       κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη

       χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαϊτα πάνω στο σκουτάρι:

       " Ασίνην τε ... Ασίνην τε". Νά 'ταν αυτή ο βασιλιάς  της  Ασίνης

         που τον γυρεύουμε τόσο προσεκτικά σε τούτη την ακρόπολη

         γγίζοντας κάποτε με τα δάκτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.

                                   Ασίνη, καλοκαίρι '38 -- Αθήνα, Γεν.'40

Αν και γραμμένη στις αρχές του 1939, ο ποιητής εκ των προτέρων οραματίζεται σ' αυτό την κατοχή και τα μαύρα της χρόνια. Ο βασιλιάς της Ασίνης το πιο γνωστό ποίημα του Σεφέρη, διάσημο αμέσως μόλις εμφανίσθηκε στα Νέα Γράμματα, τον Ιούλιο του1940 και το πιο μεταφρασμένο. Ο ποιητής πληροφορούσε τον Έλιοτ ότι έγραψε το ποίημα  στα 1938, το εγκατέλειψε και μέσα σε μια νύκτα το έγραψε χωρίς να έχει μπροστά του τις παλιές σημειώσεις του (Δοκιμές, Β, σελ.203). Η Ασίνη βρίσκεται στην Αργολίδα, κοντά στην Επίδαυρο και δίπλα στο χωριό Τολό. Το 1922-- 1926 έγιναν ανασκαφές στην παραθαλάσσια μυκηναϊκή της Ακρόπολη. Στην Ιλιάδα, Β 560, η Ασίνη μνημονεύεται μαζί με την Ερμιόνη, ως λιμάνι του Άργους και της Τίρυνθος.  (Πηγή Γιώργος Σεφέρης, ποιήματα, Ίκαρος ). Ο ποιητής κοιτάζοντας ένα ολόκληρο πρωί, συγκινημένος, γύρω -- γύρω τα ερείπια του κάστρου της αρχαίας Ασίνης, αναζητάει σ' αυτές εδώ τις πέτρες να βρει τον χαμένο βασιλιά της, που τον λησμόνησαν όλοι, κι αυτός ακόμη ο Όμηρος. Ο Σεφέρης, καθώς περιφέρεται τα ερείπια του κάστρου, ανακεφαλαιώνει τα επικρατέστερα υλικά του: η αρχαία Ελλάδα και η δίψα για την αυθεντική εμπειρία. Ειδικότερα από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοικτος και το τείχος της αρχαίας ακρόπολης σε απόσταση λίγων μέτρων από το γιαλό.  Μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα. Η  περιγραφή είναι ρεαλιστική καθώς ζωντανεύει  με την επινόηση της εντάφιας χρυσής προσωπίδας, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον ποιητή και στον χαμένο βασιλιά. Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα του Σεφέρη, καθώς συνοψίζει μοτίβα ύφους με το πλούσο εικονογραφικό υλικό που περιέχει, με τον ασυγκράτητο ρυθμό παρομοιώσεων και μεταφορών, με  την αλλαγή προοπτικής του εμείς-- εσύ- ο ποιητής, με τις επαναλήψεις, με την παράταξη ασύνδετων βιωμάτων..                              

Λεξιλόγιο:1) σκήνωμα (ζωής) είναι το λείψανο αγίου, όπως φυλάσσεται στους ναούς και εκτίθεται σε δημόσιο προσκύνημα/ σκήνωμα είναι ο νεκρός. Η σημασία "σώμα" (όχι νεκρό) πρωτοαπαντά στην Καινή Διαθήκη (Β,Πέτρ. 1,13 "εφ' όσον ειμί εν τούτω τω σκηνώματι"). 2) σκουτάρι είναι η ασπίδα. Λατινικά: scutum είναι ο θυρεός, η τετράγωνη ασπίδα των Ρωμαίων πεζικαρίων. (Πηγή λεξικό Νέας ελληνικής γλώσσας:  Μπαμπινιώτη)

               ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β'

                                    Στη Μαρώ

  Κάποτε συλλογίζομαι πως τούτα εδώ που γράφω 

  δεν είναι άλλο παρά εικόνες που κεντούν στο δέρμα

  τους φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι. 

                              Γ.Σ 

 Τ ο  Ημερολόγιο καταστρώματος Β καλύπτει τα χρόνια του πολέμου: Ξεκινά από την Κρήτη τον Απρίλιο του 1941 και τελειώνει τον Οκτώμβριο του 1944.

        Στη Μαρώ: H Μαρώ είναι η σύντροφος που  ο Σεφέρης νυμφεύτηκε τις παραμονές της φυγής του και που τον ακολούθησε αχώριστα σε όλες τις κακοτοπιές της εξορίας. Με την Μαρώ αντιμετώπισε τις στενοχώριες μιας περιπέτειας γεμάτης ασάφειες και φόβους, μακριά από την Ευρώπη, όπου μαινόταν ο πόλεμος και από την Ελλάδα, όπου αγωνιζόταν η Αντίσταση. Η Μαρώ   φέρνει στον Σεφέρη την ισορροπία της ανθρώπινης ζεστασιάς...    

                   MΕΡΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ '41

                Ημερολόγιο καταστρώματος, Β'

                   Η εμπειρία του πολέμου

Το Ημερολόγιο καταστρώματος  Β, καλύπτει τα χρόνια του πολέμου. Ξεκινά από  την Κρήτη, τον Απρίλιο του 1941 και καταλήγει τον Οκτώβριο 1944.  Στο πρώτο ποίημα: Μέρες του Ιουνίου '41 ο ποιητής σηκώνει τα μάτια του στον ουρανό, κοιτάζει το φεγγάρι, χωρίς να ξέρει που να ακουμπήσει για να ξεκινήσει. Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος ν' αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς δύσκολα σε ώρες, όπου δε βαστάς.  

                Βγήκε το νέο φεγγάρι στην  Αλεξάνδρεια

                 κρατώντας το παλιό στην αγκαλιά του 

                  κι εμείς πηγαίνοντας κατά την Πόρτα του Ήλιου

                   μες στό σκοτάδι της καρδιάς -- τρεις φίλοι.

                   Ποιος θέλει τώρα να λουστεί στα νερά του Πρωτέα;

                   Τη μεταμόρφωση τη γυρέψαμε στα νιάτα μας

                    με πόθους  που έπαιζαν σαν τα μεγάλα ψάρια

                     σε πέλαγα που φύραναν ξαφνικά..          

                      πιστεύαμε στην παντοδυναμία του κορμιού.  

                      Και τώρα βγήκε το νέο φεγγάρι αγκαλιασμένο

                       με το παλιό.. με τ' όμορφο νησί ματώνοντας  

                      λαβωμένο... το ήρεμο νησί, το δυνατό νησί,το αθώο.

                       Και τα κορμιά σαν τσακισμένα κλαδιά   

                       και  σαν ξεριζωμένες ρίζες.

                                               Η δίψα μας

                      ένιππος φύλακας μαρμαρωμένος

                      στη σκοτεινή Πόρτα του Ήλιου

                      δεν ξέρει να ζητήσει τίποτε: φυλάγεται

                      ξενιτεμένη εδώ τριγύρω

                       κοντά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

            Κρήτη -- Αλεξάνδρεια -- Νοτιος Αφρική, Μάης -- Σεπτέμβρης '41

 Ο ποιητής εμπνέεται από μια γνωστή σειρά ερωτικών ποιημάτων του Καβάφη. Πόρτα του Ήλιου είναι η μια από τις δύο μεγάλες Πόρτες της Αλεξάνδρειας.. Η άλλη Πόρτα ήταν του Φεγγαριού./   Πρωτέας: ο πονηρός "Γέρος της θάλασσας" , ο οποίος μπορούσε να μεταμορφώνεται αδιάκοπα και ζούσε στον Φάρο, στο νησί που βρίσκεται στην είσοδο του λιμανιού της Αλεξάνδρειας. Στους στίχους 11,12 ο ποιητής αναφέρεται στην κατάκτηση της Κρήτης, ενός  ήρεμου, δυνατού, αθώου, όμορφου,  αλλά λαβωμένου από τους Γερμανούς νησιού και στ.15, η λέξη ένιππος σημαίνει έφιππος.

                    ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ     

Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα  

και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια. 

 Κύριε, Όχι μ' αυτούς. Γνώρισα 

τη φωνή των παιδιών την αυγή

πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας

χαρούμενα  σαν μέλισσες και σαν 

τις πεταλούδες, με τόσα χρώματα.

Κύριε, όχι μ΄αυτούς, η φωνή τους

δε βγαίνει κάν από το στόμα τους. 

Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια.

Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας

μ' ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα,

Κύριε, δεν ξέρουνε πως είμαστε

ό,τι μπορούμε να είμαστε

γιατρεύοντας τις πληγές μας με τα βότανα

που βρίσκουμε πάνω σε πράσινες πλαγιές,

όχι άλλες, τούτες τις πλαγιές κοντά μας... 

πως ανασαίνουμε όπως μπορούμε ν' ανασάνουμε

με μια μικρούλα δέηση κάθε πρωί

που βρίσκει τ' ακρογιάλι ταξιδεύοντας

στα χάσματα της μνήμης --

Κύριε, όχι μ' αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου. (σελ. 192, ποιήματα, Ικαρος)

                                                 11 Σεπτέμβρη '41

To ανωτέρω ποίημα αποτελεί μια νέα διέξοδο δραματικού λόγου. Στο Υστερόγραφο ο ποιητής φαίνεται να συνεχίζει μια προσευχή που απευθύνει στον Κύριο επαναλαμβάνοντας 4 φορές ικετευτικά την επίκληση "Κύριε" (στίχοι 3, 8, 13 και 22). Ο Σεφέρης ποτέ δεν θα ξανακουσθεί να επαναλαμβάνει το όνομα του Κυρίου με τόση ελπίδα και τόσο φόβο! Η Επίκληση όμως αυτή τη στιγμή εκφράζει την ανάγκη του ποιητή να προστρέξει σε μια προσευχή πιο θερμή, αλλά και φορτισμένη με λαϊκές συγκινήσεις. Μπορεί οι εμπειρίες του πολέμου να τον οδήγησαν σε μια νέα αντίληψη, όπου οι μυθολογικές τάσεις που στηρίζονταν στην αρχαία Ελλάδα υποχωρούν:  Οι εμπειρίες  του περνούν στην περιοχή της μνήμης για μια ωριμότερη αποτίμηση και εποπτεία των  πραγμάτων από κάποια απόσταση χρόνου..

                                            11 Σεπτέμβρη '41

                  Η ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ

     "  Ιστορισμένα παραμύθια στην καρδιά μας

       σαν ασημένια σκούνα μπρος στο τέμπλο

       μιας άδειας εκκλησιάς, Ιούλιο στο νησί."

      Λεξιλόγιο: ιστορισμένα είναι τα ζωγραφισμένα, όπως τούτο διαφαίνεται σε στίχους του Ερωτικού Λόγου/ σκούνα: ιστιοφόρο πλοίο με ισοϋψή κατάρτια, που έχει στο κατάρτι της πλώρης εξάρτηση γολέτας και στο κατάρτι της πρύμνης εξάρτηση μπρικιού. Ιταλικά scuna (άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης)...Γολέτα: ναυτικός όρος, ιστιοφόρο που διαθέτει πρωραίο και κεντρικό ιστό και πρωραία και πρυμναία πανιά. Μπρίκι μεγάλο ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο του 19ου αιώνα με δύο καταρτια και εκτόπισμα που του επέτρεπε να φέρει αρκετά πυροβόλα.

                           Γ.Σ

                   EΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Γ

1η στροφή     Ώ σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!                    

      Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής

      σήκωσε το κεφάλι από τα χέρια τα καμπύλα

      το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς   

2η στροφή      τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη

          κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς

          και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη

           από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

3η στροφή      Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο   

           που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί

           λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο

           το μέλημά σου ανάσαινε  κι η ανάλαφρη φωνή          

                                  ΕΡΩΤΙΚΟΣ  ΛΟΓΟΣ  Ε

Που πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;

Δε θα βρεθεί ένας ποταμός νά' ναι για μας πλωτός;

Δε θα βρεθεί ένας  ουρανός τη δρόσο να σταλάξει 

για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;/

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα

που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά

προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα

την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοικτά

τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,

μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός

ρόδο της νύκτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας

τρικύμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

          Αθήνα, Οκτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30

Λεξιλόγιο: 1) ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας: άλικος,-άλικη,- άλικο είναι αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, τριαντάφυλλο, χείλη. Συνώνυμα κατακόκκινος, πορφυρός. Ετυμ. νόθο σύνθετο, τουρκ, αλ "κόκκινος"και επίθημα -- ικος  2)  ανιστορούσαν: ζωγράφιζαν 3) λωτός (μυθολογία, που όπως αναφέρεται στην Οδύσσεια έχει την ιδιότητα να οδηγεί όσους τον δοκιμάσουν σε κατάσταση "λήθης και μακράς ονειροπόλησης/  Οι στίχοι του ερωτικού λόγου "δεν θα βρεθεί ένας λωτός τη δρόσο να σταλάξει για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός";

                                       ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

 Από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του 20ου αιώνα ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1901 και πέθανε το 1971 στην Αθήνα. Γραμματολογικά ανήκει στη Γενιά του ΄'30, της οποίας υπήρξε κορυφαία μορφή και θεωρητικός εκφραστής. Από τους πρωτεργάτες της νεωτερικής στροφής στην ελληνική ποίηση, δέχθηκε την επίδραση του ευρωπαϊκού μοντερνισμού εμπεδώνοντας αισθητικές καινοτομίες με τρόπο πρόσφορο στις προσωπικές του αναζητήσεις και στο πνευματικό κλίμα της εποχής. Ο μοντερνισμός του υπήρξε τολμηρός, κρατούσε όμως το νήμα της παράδοσης της Ελληνικής Γραμματείας με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό προς τη γλώσσα. (Λεξιλόγιο, Ελληνική Γραμματεία είναι το σύνολο των γραπτών μνημείων ενός έθνους, που αποτελούν εκδηλώσεις ανώτερης πνευματικής δημιουργίας./ Συνώνυμα: λογοτεχνία, φιλολογία, γραμματολογία)/.. Το έργο του έχει μεταφρασθεί σε πολλές γλώσσες και υπήρξε αντικείμενο μελέτης γνωστών Ελλήνων και ξένων κριτικών και λογίων, καθώς κέρδισε την αποδοχή και την αναγνώρισή τους: 

  Ήρθε από τη Σμύρνη στην Αθήνα το 1914, όταν ο πατέρας του Στυλιανός Σεφεριάδης, δικηγόρος και σημαίνον στέλεχος της Σμύρνης, αποφάσισε να εγκατασταθεί οικογενειακά στην Ελλάδα. Το 1919 ο Στυλιανός Σεφεριάδης εξελέγη καθηγητής της Νομικής Σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών στην έδρα του Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου.  Συνεργάσθηκε με το περιοδικό των δημοτικιστών, τον Νουμά, και γενικά  συμμετείχε στην πνευματική ζωή ( εθνική γλώσσα, λογοτεχνία...) Στην ατμόσφαιρα αυτή του δημοτικισμού, που επηρεαζόταν πολιτικά και ιδεολογικά από τον Βενιζελισμό, μεγάλωσαν τα 3 παιδιά της οικογένειας; ο Γιώργος, ο Άγγελος και η Ιωάννα με τις λογοτεχνικές της κλίσεις και τη συγγραφική της  δραστηριότητα.., σύζυγος του Κωνσταντίνου Τσάτσου.   Από τη Σμύρνη ωστόσο o  ποιητής κράτησε μνήμες, έναν ολόκληρο κόσμο που ήταν γιαυτόν ο χαμένος παράδεισος και που  αργότερα με την πικρή εμπειρία του 1922 μετουσιώθηκε ποιητικά στο έργο του.  Το 1918 συνεχίζει τις σπουδές του στο Παρίσι, στη Νομική Σχολή της Σορβόνης, απ' όπου θα αποφοιτήσει το 1924 με τον τίτλο του διδάκτορα. Τα χρόνια της παραμονής του στο Παρίσι διεμόρφωσαν και την ποιητική του φυσιογνωμία. Στην Ελλάδα επιστρέφει το 1925 και το 1926 διορίζεται υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών.

Το 1931 ο Γ. Σεφέρης εμφανίσθηκε στα Ελληνικά Γράμματα με τη "Στροφή", μια απέριττη ποιητική συλλογή με ιδιαίτερη βαρύτητα για τη μετατροπή της ελληνικής ποίησης από την παραδοσιακή της μορφή στη μοντέρνα επιδιώκοντας μοντερνιστικούς πειραματισμούς. Κατά τη γερμανική κατοχή ακολούθησε την Ελληνική Κυβέρνηση στην εξορία (Αίγυπτος, Νότια Αφρική ) Τον Απρίλιο του 1941 και ενώ επέκειτο η φυγή στη Μέση Ανατολή παντρεύτηκε τη Μαρώ Ζάννου. Το 1957 τοποθετείται ως πρεσβευτής της Ελλάδος στο Λονδίνο. Ως διπλωμάτης βρέθηκε στην Κορυτσά, στο Κάιρο, στη Βηρυτό, στην Άγκυρα και στο Γιοχάνεσμπουργκ. Το 1962 μετά την αποχώρησή από το διπλωματικό σώμα εγκαθίσταται στην Αθήνα. Η διπλή ιδιότητα του ως διπλωμάτη και ως ποιητή του προκαλούσε δυσφορία και εσωτερικό διχασμό. Το έργο του έχει μεταφρασθεί σε πολλές γλώσσες και υπήρξε αντικείμενο μελέτης γνωστών Ελλήνων και ξένων κριτικών και λογίων, καθώς κέρδισε την αποδοχή και την αναγνώρισή τους. Μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα (1967) ο ποιητής κράτησε μια στάση περιφρονητικής σιωπής, για να περάσει γρήγορα στην καταδίκη της (1968). Εκείνο όμως που κατάφερε ήταν να αναπτύξει ποιητικά έναν διάλογο ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία..

Η έκδοση δε της "Στροφής" σε 200 αντίτυπα ήταν σημαντικό πνευματικό γεγονός της εποχής και προκάλεσε αντιδράσεις από όσους διαφώνησαν με το εγχείρημα του Σεφέρη και υποστήριξαν ότι ο λόγος του ήταν διανοητικός, σκοτεινός και εγκεφαλικός,  χωρίς πραγματικό  συναίσθημα και αισθητική γνησιότητα. Παράλληλα και ότι οι επιδράσεις που δέχθηκε δεν είχαν αφομοιωθεί και δεν ταίριαζαν με τον προσωπικό ποιητικό λόγο. Κατά την άποψη όμως των υποστηρικτών του Σεφέρη με τη "Στροφή" εγκαινιάζεται μια καινούρια εποχή για την ελληνική ποίηση, καθώς ο ποιητής από την αρχή υποδήλωσε την πρόθεσή του να δώσει καινούριο προσανατολισμό στον Σεφερικό λυρικό  λόγο. Το πιο σημαντικό από τη συλλογή αυτή είναι ότι ο "Ερωτικός λόγος" της έχει τις ρίζες του στο χώρο της νεοελληνικής παράδοσης. Η ποιητική δε συγκίνηση δεν διαπερνά ολόκληρη τη συλλογή, αλλά εντοπίζεται σε στροφές ή σε ανεπιτήδευτους μουσικά στίχους στροφών, οι οποίοι και αντιπροσωπεύουν μια  από τις πιο αίσιες λυρικές στιγμές του Σεφέρη.

                                         AΡΝΗΣΗ

                                      Στο περιγιάλι το κρυφό  

                                       κι άσπρο σαν περιστέρι

                                       διψάσαμε το μεσημέρι.

                                       μα το νερό γλυφό.

                                       Πάνω στην άμμο την ξανθή 

                                        γράψαμε τ' όνομά της.

                                        ωραία που φύσηξεν ο μπάτης

                                         και σβήστηκε η γραφή.

                                          Με τι καρδιά, με τι πνοή,

                                           τι πόθους και τι πάθος

                                           πήραμε τη ζωή μας. λάθος!

                                             κι αλλάξαμε ζωή.

1)To ανωτέρω ποίημα το έχει τραγουδήσει και μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και η Μαρία Φαραντούρη./ γλυφός αυτός που έχει τη χαρακτηριστική γεύση της θαλασσινής αρμύρας, που είναι ελαφρώς αρμυρός. Ανήκει δε στην ποιητική συλλογή Σ τ ρ ο φ ή, που κυκλοφόρησε τον Μάϊο του 1931.Το βασικό στοιχείο είναι ο αισθησιασμός. Στο ποίημα αυτό λειτουργούν κανόνες της παραδοσιακής ποίησης (πχ μέτρο, ομοιοκαταληξία ...) Αυτό οφείλεται στο λεξιλόγιο του ποιητή, στη λανθάνουσα ειρωνεία, στο συγκρατημένο τόνο της οδύνης, στην αποφυγή του λ υ ρ ι κ ο ύ  ε γ ώ, στη χρησιμοποίηση άλλων προσώπων, μέσα από τα οποία ο ποιητής εκφράζει τις εμπειρίες του, μέσα από το πρώτο πληθυντικό (π.χ. πήραμε τη ζωή μας λάθος). Σε ποιήματα της Σ τ ρ ο φ ή ς το ποιητικό ύφος απελευθερώνεται από την καθαρή ποίηση και ο ποιητής μπορεί  να αντλήσει τον ποιητικό του λόγο: από την καθημερινή ζωή και να τον προσαρμόσει συντακτικά στη δομή του προφορικού λόγου. Ούτε μια λέξη δεν περισσεύει. Η άρνηση παρουσιάζεται ως δύναμη, ως μοίρα, ως μια στέρηση, μια πίκρα, ένας τρόπος προσγείωσης στην πραγματικότητα, υποταγής στα αισθήματά με το παραμικρό φύσημα του μπάτη...  

             ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ / Δ

Η θάλασσα.. πως έγινε έτσι η θάλασσα;  

 Άργησα χρόνια στα βουνά, 

 με τύφλωσαν οι πυγολαμπίδες.

Τώρα σε τούτο τ' ακρογιάλι περιμένω

ν' αράξει ένας άνθρωπος

  ένα υπόλειμμα, μια σχεδία.

         Μα μπορεί να κακοφορμίσει η θάλασσα;

          Ένα δελφίνι την έσκισε μια φορά

          κι ακόμη μια φορά 

           η άκρη του φτερού ένος γλάρου.

            Κι όμως ήταν γλυκό το  κύμα

            όπου έπεφτα παιδί και κολυμπούσα

             κι ακόμη σαν ήμουν παλικάρι

             καθώς έψαχνα σχήματα στα βότσαλα,

             γυρεύοντας ρυθμούς, 

             μου μίλησε ο Θαλασσινός Γέρος:

            " Εγώ είμαι ο τόπος σου 

              ίσως να μην είμαι κανείς,

               αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις ".    

    Λεξιλόγιο: κακοφορμίζω: κακο -- αφορμίζω ( με διατήρηση του -ο- ως συνδετικού       φωνήεντος/ ερεθίζω. / o Θαλασσινός Γέρος είναι ο Πρωτέας

   ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ  (ποιητική συλλογή: Μυθιστόρημα, 1935, Δ) 

"Και ψυχή,

 ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν

 εις ψυχήν αυτή βλεπτέον

τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέπτη".

Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν

ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,

είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων

που δέχονται τον άνεμο και τη βροχή

δέχονται τη νύκτα και τον ήλιο 

χωρίς ν' αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.

Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες

ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια

ανασαίνοντας με ρυθμό

και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δερμα υποταγμένο.

Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια

όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές

κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων

που γαυγίζουν....

και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου

μέσα στο ηλιόγερμα.

Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα 

που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.

Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς

κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά

κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο

και δόξες βυθισμένες στα βάθη της  Ασίας.

Αράξαμε σ' ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυκτερινά

με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια 

τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.

Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.

Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς

με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης 

με τ' αυλάκι του τιμονιού 

με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.

Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,

με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους,

δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ' ακρογιάλι. 

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

 Λεξιλόγιο: σκαρμός, λαϊκή έκφραση, ψάρι με επίμηκες σώμα, το οποίο φθάνει τα 35 εκατοστά, κεφάλι σαν του φιδιού, μάτια πολύ κοντά το ένα στο άλλο και μεγάλο στοματικό άνοιγμα με αιχμηρά δόντια, ζει σε αμμώδεις βυθούς και τρέφεται με ασπόνδυλα: ήτοι με θαλασσιινά είδη που δεν έχουν σπονδύλους.   ( Πηγή: Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Μπαμπινιώτης).Κάβος είναι η έκταση στεριάς που προεξέχει μέσα στη θάλασσα, το απόκρημνο και μεγάλου ύψους ακρωτήριο.Παίρνω κάβο σημαίνει μπαίνω στο νόημα, αρχίζω να καταλαβαίνω. Ιταλικά: cavo, Εδώ: το πολύ χοντρό και ανθεκτικό σχοινί, που χρησιμοποιείται στα λιμάνια κυρίως για την πρόσδεση σκαφών. Συνώνυμο: παλαμάρι, καραβόσκοινο).// 

MΥ Θ Ι Σ Τ Ο Ρ Η Μ Α

 Σ τ ί χ ο ς 1-4, Α Ρ Γ Ο Ν Α Υ Τ Ε Σ 

 Στ. 1-4Πλάτων, Αλκιβιάδης ..." και ψυχή εί μέλλει γνώσεσθαι αυτήν  εις ψυχήν αυτή βλεπτέον : τον ξένο και τον εχθρό τον εχθρό είδαμε στον καθρέπτη,(Δ' 1-5)  Λοιπόν, φίλε μου Αλκιβιάδη κι η ψυχή,  αν είναι να γνωρίσει τον εαυτό της, σε ψυχή πρέπει νa κοιτάξει. Τα πρόσωπα που έχουν μια παρουσία πιο έντονη στο Μυθιστόρημα είναι όσα μιλούν σε ένα τμήμα του και αυτοπαρουσιάζονται. Το πρόσωπο όμως που μιλεί στο ποίημα "Αργοναύτες" είναι ανώνυμο, αλλά η προσωπικότητά του δεν συγχέεται. Οι αρχαιοελληνικές λέξεις που προφέρει εισάγουν τον αναγνώστη σε έναν αρχαιοελληνικό χώρο. Οι Aργοναύτες ταυτίζονται με τα κουπιά, με τον άνεμο, με το καράβι, με τη θάλασσα, με τα κύματα, με τα δέντρα, με τη βροχή, με τις ακρογιαλιές,  με την πικρή ανάμνηση ττων χαμένων πατρίδων και τις δραματικές ως εκ τούτου περιπέτειες του ελληνισμού. Οι κωπηλάτες αυτοί είχαν το φέρσιμο των δένδρων και των κυμάτων, που δέχονται τον άνεμο και τη βροχή, δέχονται τη νύκτα και τον ήλιο, χωρίς να αλλάξουν μέσα στην αλλαγή. Η παρούσα συλλογή είναι από τα πιο ρωμαλέα κομμάτια μέσα στην ποίηση του Σεφέρη. Στη μυθολογία του,  ένα είδος αλληγορικής αφήγησης, ο Σεφέρης θεωρούσε τους ακόλουθους στίχους ως μόνα "σημεία της άμεσης επαφής του με τα γεγονότα της ιστορίας": "Δυστυχισμένες γυναίκες  κάποτε με ολολυγμούς κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά κι άλλες αγριεμένες γύρευαν τον Μέγαλέξαντρο και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας" .  Ο Σεφέρης  συχνά επανέρχεται στο εμείς της συλλογικής μνήμης και περιδιαβάζοντας τον τρισχιλιετή χώρο της  ελληνικής ιστορίας στη μυθολογία του θέλησε να εκφράσει το αίσθημα της τελευταίας μας εθνικής καταστροφής όχι σαν συγκλονιστική εντύπωση, μα σαν βαρύ, μόνιμο και αμετακίνητο άλγος, που  συνυφάνθηκε κρυφά με τον ρυθμό της καθημερινής του ζωής. Όμως είτε σκεφθούμε τη Μικρασιατική καταστροφή είτε όχι δεν παύει να υπάρχει ο αναχρονισμός, αφού ο Μέγας Αλέξανδρος δεν ήταν σύγχρονος με τους Αργοναύτες.  

           FOG

Say it with a ukulele

"πές της το μ' ένα γιουκαλίλι..."

  γρινιάζει κάποιος φωνογράφος...

  πές μου τι να της πω, Χριστέ μου,

  τώρα συνήθισα μονάχος.

   Με φυσαρμόνικες που σφίγγουν

    φτωχοί μη βρέξει και μη στάξει

    όλο και κράζουν τους αγγέλους

     κι είναι οι αγγέλοι τους μαράζι.

      Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους

      μα χάμω χνότισαν ομίχλες

      δόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναν 

      τις φτωχιές μας ψυχές σαν τσίχλες.

      Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια

      -- Έτσι ζεις; -- Ναι! Τι θές να κάνω;

       τόσοι και τόσοι είναι οι πνιμένοι

        κάτω στης θάλασσας τον πάτο.

        Τα δέντρα μοιάζουν με κοράλλια

         που κάπου ξέχασαν το χρώμα

         τα κάρα μοιάζουν με καράβια

         που βούλιαξαν και μείναν μόνα...

        " Πές της το μ' ένα γιουκαλίλι"

          Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια;

           Αγάπη, πού  ΄'ναι  η εκκλησιά σου

          βαρέθηκα πια  στα μετόχια. 

           Ά! να 'ταν η ζωή μας ίσια  

          πως θα την παίρναμε κατόπι 

          μ' αλλιώς η μοίρα το βουλήθη

         πρέπει να στρίψεις σε μια κόχη.    

         Και ποια είν' η κόχη; Ποιος την ξέρει;   

         Τα φώτα φέγγουνε τα φώτα

          άχνα! δε μας μιλούν οι πάχνες        

           κι έχουμε την ψυχή στα δόντια. (30 στίχος) 

           Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;

            Η μέρα φόρεσε τη νύκτα

             όλα είναι νύκτα, όλα είναι νύκτα

             κάτι θα βρούμε ζήτα -- ζήτα... (36 στίχος )           

             " Πές της το μ' ένα γιουκαλίλι..."

             Βλέπω τα κόκκινα της νύχια  

              μπρος στη φωτιά πως θα γυαλίζουν 

               και τη θυμάμαι με το βήχα. (40 στίχος)

               Λονδίνο, Χριστούγεννα 1924

Λεξιλόγιο: 1) Γιουκαλίλι (άκλιτο), έγχορδο μουσικό όργανο στο σχήμα κιθάρας, με μακρύ μπράτσο και τέσσερεις χορδές, ιδιαίτερα διαδεδομένο στα νησιά της Χαβάης. Ετυμ. αγγλικά ukulele: χαβάη.(uku = ψύλλος και lele = πηδώ: προσωνυμία του βρετανού αξιωματικού, ο οποίος  διέδωσε το μουσικό αυτό όργανο). 2) Τσίχλα: μικρό εντομοφάγο ωδικό πτηνό με στητό παράστημα,3) πυρρόξανθος αυτός που έχει κοκκινόξανθο χρώμα, αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς.

Το 1924 ο Σεφέρης, πτυχιούχος της Νομικής, πηγαίνει να περάσει μερικούς μήνες στο Λονδίνο, όπου συνθέτει το "Fog", το παλαιότερο κείμενο της συλλογής, το οποίο και εκφράζει το ανικανοποίητο της ζωής.  Αυτό το ποίημα αμβλύνει την καθημερινή τραγωδία της υποβαθμίζοντας το υψηλό θέμα της "μοίρας", (στίχος 27) σε κοινό τόπο της καθαρής ποίησης, ως μια προσπάθεια εμβάθυνσης. Όμως οι εκφράσεις "Χριστέ μου",  "μη βρέξει και μη στάξει",   "δόξα σοι ο Θεός", έρχονται να επισημάνουν την κενότητα των λέξεων στο στίχο 22: " Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια; ".  

                                   Λονδίνο, Χριστούγεννα 1924       

             ΜΠΟΤΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ

Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι

και παραπάνω

το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει 

τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι

λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα

 κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη

 και παραπάνω ακόμη πολλές φορές

 το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά

ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.

Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα 

κουπιά,

να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.

Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά και ανεξερεύνητη

και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη... 

Το τοπίο του ποιήματος: "Μποτίλια στο πέλαγο" : ένα μεσογειακό τοπίο, προικισμένο με ελληνικά διακοσμητικά στοιχεία, όπως τρεις βράχοι, λίγα καμμένα πεύκα, ένα ρημοκλήσι, ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη...  Ένα τοπίο χωρίς την κοινότυπη γραφικότητα με εικόνες που δεν είναι παρά καθαρές απεικονίσεις της ελληνικής φύσης. Από αυτά ξετυλίγεται μπροστά μας το αρχιπέλαγος με τα νησιά του, ο ακαταμάχητος μαγνήτης των ποιητών. Στην ποίηση του Σεφέρη το τοπίο αναδύεται μέσα από τα χρώματα και τα σχέδια μιας λιτής ζωγραφικής που αντλεί τα θέματά της από την άνυδρη σκληράδα των ξερόβραχων, από ακρογιαλιές γεμάτες σπασμένα κουπιά, από χωριά χαμένα μέσα στα πεύκα, από σπίτια θαμμένα στον ασβέστη. 

Λεξιλόγιο: Οι λέξεις που επωμίζονται το κύριο βάρος του ποιητικού λόγου: Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά, ματίζω ως ναυτικός όρος, δένω τα άκρα δύο ή περισσοτέρων σχοινιών. ώστε   να σχηματισθεί ένα άλλο μεγαλύτερο, συνδέω, συνάπτω. Συνδέω τα κουπιά που έχουν σπάσει, επισκευάζω με μια τσόντα../