Κώστας Καρυωτάκης

Καρυωτάκης Κώστας (1896 – 1928)

   H ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΏΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

"Όμως τα στήθια που τα ταράζει κάποιο θανάσιμο πάθος

δεν θα γαληνέψουν ποτέ"

Τα σύννεφα γιγάντικα φαντάζουν κι ασημένια

στο μολυβένιον ουρανό

σαν τα χτυπά του ήλιου το φως` σαν τα χτυπά ο αγέρας

φεύγουνε πίσω απ' το βουνό.

Κ' είναι θεριό η θάλασσα. Το παρδαλό της χρώμα

δίνει της – μπλάβο εκεί μακριά,

πιο δώθε ανοιχτοπράσινο κι ακόμα δώθε γκρίζο-

κάποια παράξενη θωριά. 

Τα κύματα τα πράσινα, τα γκρίζα και τα μπλαβά,

πέρα, απ' του πελάου τα φαρδιά,

τα φέρνει ρήγας ο βοριάς, μπατσίζουνε τα βράχια

μπατσίζουνε την αμμουδιά.

Τις βάρκες, τις ψαρόβαρκες ο φόβος κυβερνήτης

μες στο λιμάνι τις κρατεί`

μα η σκέψη μου όλο σέρνεται στα γαλανά τα πλάτια

μ' ένα χρυσόνειρο δετή.

Σα γλάρος μαυροφτέρουγος πετά η ψυχή μου, σμίγει

με την ψυχούλα του νερού

και τηνε πάει ο άνεμος και τηνε πάει το κύμα

κι' ένα παιχνίδι του καιρού.

Κι ενώ πονώ τον πόνο σου και πάω προς το βυθό σου

 και χάνομαι με τον αφρό,

 ύστερα, στο γαλήνεμα, την ηλιακή χαρά σου,

θάλασσα, δε θαν τη χαρώ.

 Η ΘΆΛΑΣΣΑ: στην ποίηση του Καρυωτάκη σε μια εποχή κατατραυματισμένη από πολέμους (όπως ο ελληνοτουρκικός πόλεμος: το 1897) από εξαθλίωση και δυστυχία... Στην έμφυτη μελαγχολία του ποιητή προστέθηκε και η εποχή μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου πολλές γκρεμισμένες αξίες δεν είχαν αναστηλωθεί.

 Χρονολόγιο: Κ.Γ. Καρυωτάκη: 1896- 1928

 30 Οκτωβρίου,1896, γεννιέται στην Τρίπολη ο Κώστας Καρυωτάκης, δευτερότοκο παιδί του Γεωργίου Καρυωτάκη, νομομηχανικού και της Αικατερίνης Σκάγιαννη. Το πρώτο παιδί είναι η αδελφή του Νίτσα. Αργοτερα θα αποχτήσει και αδερφό, τον Θάνο.

1909,  Ο Καρυωτάκης στην Αθήνα  με την οικογένειά του, όπου μένει ως το 1911. Έτσι οι εγκύκλιες σπουδές του ήταν ακατάστατες. Μολαταύτα είχε καλή επίδοση στα μαθήματα και στις ξένες γλώσσες, ιδίως στα Γαλλικά. Το 1912 γράφει τα πρώτά του ποιήματα και τα στέλνει σε περιοδικά και σε εφημερίδες της εποχής  ("Παρνασσός" ¨Ελλάς"). Ως τότε η καλλιτεχνικη του παρόρμηση έβρισκε δέξοδο στην ζωγραφική.Το 1913 αποφοιτά από το Γυμνάσιο Χανίων, όπου είχε μετατεθεί ο πατέρας του από το 1911. 

 Σεπτέμβριος: εγγράφεται στη Νομική Αθηνών. 1914: συνεχίζει τη συνεργασία του με τα περιοδικά και τις εφημερίδες. 1915: ποιήματά του δημοσιεύονται σε περιοδικά και εφημερίδες. 1915 στα  Χανιά για διακοπές. 

1916: σε φιλολογική συγκέντρωση του συλλόγου "Αρμονία" απαγγέλλει τρία ποιήματά του. 23 Μαρτίου: διάλεξή του στην αίθουσα του συλλόγου εμποροϋπαλλήλων για τον παρνασιακό ποιητή Ζοζέ Μαρία Ντε .Ερεντιά. Νοέμβριος: κατατάσσεται στη Φοιτητική φάλαγγα. 

 Ο πατέρας του απολύεται ως αντιβενιζελικός. 1917: παίρνει το πτυχίο της Νομικής με βαθμό "λίαν καλώς".1918: επισκέπτεται τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη. Η καταδίωξη τον συλλαμβάνει ως ανυπότακτο. Κατατάσσεται στο στρατό. 

Παίρνει αναρρωτική άδεια. Μεταβαίνει στην Αθήνα, όπου εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου.  Παίρνει  αναστολή της  στρατιωτικής θητείας. Γράφει τα πρώτα του ποιήματα, που θα περιληφθούν στην πρώτη του συλλογή. 1919: Ιανουάριος, πρώτη συνεργασία με τον "Νουμά".

 Ανοίγει δικό του δικηγορικό γραφείο, χωρίς όμως επιτυχία, στην οδό Φαβιέρου. Φεβρουάριος, η πρώτη του ποιητική συλλογή: <<ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων >>. 

Ξανά στο στρατό. Μάρτιος, Εξώδικη πρόσκληση στο "Νουμά" με απαίτηση αναγγελίας της συλλογής. Ιούνιος, "Φιλολογικό " επεισόδιο με τον Παύλο Νιρβάνα εξαιτίας μιας φάρσας του Καρυωτάκη  σε βάρος κάποιου γνωστού του. Σεπτέμβριος, εκδίδει με τον φίλο του Άγη Λεβέντη το σατιρικό εβδομαδιαίο περιοδικό "Γάμπα". Κυκλοφόρησε μόνο σε 6 τεύχη, γιατί το απαγόρευσε η αστυνομία..

 Οκτωβριος/28,  διορίζεται ως "υπουργικός γραμματεύς" α' στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, (όπου θα παραμείνει ως το Φεβρουάριο του 1920). 1920 (Ιούνιος): Συνεργασίες στο "Νουμά". 30 Μαϊου, 1920: Παίρνει το Β' Βραβείο στο " Φιλαδέλφειο διαγωνισμό" για την (ανέκδοτη) συλλογή του "Τραγούδια της Πατρίδας".

 Το βραβείο το παίρνει ως αντιπρόσωπός του ο Σακελλαριάδης, γιατί ο Καρυωτάκης βρισκόταν άρρωστος, στο Στ' Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Ιούνιος: Απαλλάσσεται οριστικά από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις  "κριθείς ανίκανος". Αύγουστος, 1920: γράφει ένα μονόπρακτο με τον τίτλο "ο Άρρωστος". Νοέμβριος, 1920: μετατίθεται στη νομαρχία  Άρτης, όπου διετέλεσε έναν καιρό "νομαρχεύων" "Συνεργασίες στο Νουμά" . Δεκέμβριος, 1920:  . 

Το 1921, Σεπτεμβριος: δημοσιεύει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή: "Νηπενθή". Μετατίθεται στη νομαρχία Κυκλάδων. Δεκέμβριος: μετατίθεται στη νομαρχία Αττικοβοιωτίας. Γράφει με τον Σακελλαριάδη την επιθεώρηση "Πελ Μελ"  

Η Μαρία Πολυδούρη, νομαρχιακή υπάλληλος, μετατίθεται από τη νομαρχία Μεσσηνίας στη νομαρχία Αττικοβοιωτίας. Ερωτεύεται τον Καρυωτάκη με πάθος. Από την Καλαμάτα  του γράφει γράμματα γεμάτα απελπισμένη αγάπη: 

                                    < Τον αγαπώ... Τον αγαπώ, καμία αμφιβολία πια..

                                   Ό,τι νιώθω σιμά του κι ό,τι δοκιμάζω μακριά του το γνωρίζω

                                    για πρώτη φορά. Δεν μιλώ

                                   εντούτοις, υποφέρω και υποφέρει 

                                    κι εκείνος. Αλλά έτσι πρέπει να 

                                    γίνει. Πρέπει να υποφέρω, να

                                     πονέσω, να κλάψω για να 

                                     εξιλεωθώ. Δέχτηκα εκείνη τη 

                                       βραδιά  τη μυστική του εξομολόγηση

                                       με τόση αδιαφορία φαινομενική, θυμάμαι

                                       που του συνέστησα γαλήνη! Τώρα 

                                       υποφέρω τρομερά... με νιώθει άραγε;

 Αύγουστος, 1922,  ο Καρυωτάκης περνάει στις εξετάσεις στον Άρειο Πάγο με βαθμό "Λίαν καλώς".  Στις 12 Οκτωβρίου 1922 η Πολυδούρη του προτείνει να ζήσουν μαζί. Το 1923 ο Καρυωτάκης συεργάζεται στο περιοδικό Νουμάς. Το καλοκαίιρι του 1923 του γράφει να πάει να τη δει στο Μαρούσι, όπου βρίσκεται για ανάρρωση από υπερκόπωση. Το1925 η Πολυδούρη γράφει στον Καρυωτάκη απελπισμένα. Το φθινόπωρο θα διαλύσει τον αρραβώνα της  και θα φύγει για το Παρίσι, αφού εγκαταλείψει τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο. 

   Το 1925: Ο ποιητής τοποθετείται στο Τμήμα Υγιεινής του Υπουργείου Προνοίας. Η Πολυδούρη προσβάλλεται από φυματίωση. Το1926, Οκτώβριος, ο Καρυωτάκης παίρνει αναρρωτική άδεια 45 ημερών και ταξιδεύει στη Ρουμανία. Το 1926, Δεκέμβριος, ο ποιητής τοποθετείται στο Τμήμα  Αγαθοεργών Ιδρυμάτων  του Υπουργείου Προνοίας.

 To 1927, τον Μάϊο, o   ποιητής παρακολουθεί τις<Δελφικές Εορτές> που είχαν οργανωθεί από τους Σικελιανούς. Προτείνει στον Παναγιωτόπουλο να μεσολαβήσει στον εκδότη Ζηκάκη, ώστε να εκδόσει τη συλλογή: <Ελεγεία και Σάτιρες>. . 

      Ολόκληρη η ποίηση του Καρυωτάκη απορρέει απ΄την ατομική του περιπέτεια. Γιαυτό και η ποιητική του πορεία δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να καθρεπτίζει την πορεία του προς τον θάνατο! Ο Τέλλος Άγρας είχε κάνει υποδειγματική μορφολογική ανάλυση και είχε  σημειώσει πως μέσα από τη μορφολογία του έργου του ο Καρυωτάκης αναπαρήγαγε και αναπαρέστησε την ψυχική του περιπέτεια.

 Ό,τι υπήρξε η Μοίρα γιαυτόν, τέτοια μοίρα υπήρξε κι' αυτός για το έργο του. Συμπληρώνοντας, ότι όπως από την αποτυχία της ζωής εβγήκεν η  ρευστότης της ποιητικής μορφής, κατά παρόμοιον τρόπο κι από τη σύγκρουση και την ανατροπή βγαίνει το αναποδογύρισμα της μορφής. Μ' άλλα λόγια η ουσία στην ποίηση, όπως και σε κάθε καλλιτεχνική έκφραση, έχει άμεσο αντίχτυπο στη μορφή.                                   

   Ο Καρυωτάκης και η εποχή του: 

 Στη συλλογή << Νηπενθή >> ο Καρυωτάκης από τους πρώτους κιόλας στίχους προσπαθεί  να αποτρέψει μια παρεξήγηση: Οι στίχοι του δεν είναι λεκτικά΄παιχνίδια σε φόντο ελαφρώς γκρίζο, αλλα είναι παιδιά από το αίμα του, κομμάτια απ΄την καρδιά του, ατόφια δάκρυα των ματιών του, που προχωρούν μαζί του και ταυτίζονται με τη μοίρα του. Ήδη ο ίδιος ο ποιητής αισθάνεται τις πιο πολλές φορές αμήχανος να ανακαλέσει στη μνήμη του τις συνθήκες που πυροδότησαν την έμπνευσή του και να ψαύσει τους τύπους των ήλων του υποσυνειδήτου. Σημειωτέον ότι ο πεσιμιστικός χαρακτήρας του έργου του πηγάζει αποκλειστικά απ΄την πραγματικότητα της εποχής του. Μια εποχή δύσκολη που κατέρριψε μύθους, διέψευσε οράματα, στένεψε τους ορίζοντες, συρρίκνωσε τις ελπίδες. Στο διάστημα μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, με τις πληγές από τον πρώτο Πόλεμο ανοικτές και με την αγωνία διάχυτη για το νέο που ερχόταν, δεν εμφανιζόταν εύθραυστη μόνο η ειρήνη του κόσμου, αλλά και η ειρήνη της ψυχής των ανθρώπων.

 Το 1896 -- ο χρόνος γέννησης του Καρυωτάκη μπορεί να χαρακτηρισθεί ως χρόνος ορόσημο,  καθώς τελειώνει με αυτόν  μια  αυταπάτη.  Ήδη ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 διήρκεσε 30 μέρες.  Ο ελληνικός λαός έδειξε μεγάλη ζωτικότητα: Ηδη με τη Στρατιωτική Επανάσταση του 1909 στο Γουδί έθεσε τις βάσεις για την Αναγέννηση της Ελλάδος. Το μεγάλο ανορθωτικό και δημιουργικό έργο του Ελευθερίου Βενιζέλου, η εθνική εξόρμηση του 1912 -- 1913 ως απόρροια της επανάστασης στο Γουδί:  σημαντικοί σταθμοί στην Ν.Ε ιστορία. Προσέτι  οι σταθμοί του οδοιπορικού του ποιητή ως Δημοσίου Υπαλλήλου: Λευκάδα, Αργοστόλι, Λάρισα, Καλαμάτα , Αθήνα...  Και ενώ η Ελλάδα αναζητάει  το πρόσωπό της ματώνοντας για το γλωσσικό, ο Καρυωτάκης εργάζεται ως Δημόσιος Υπάλληλος, όπως ο πατέρας του, και δεν προλαβαίνει να δεθεί με έναν τόπο, με μια ιδιαίτερη πατρίδα, που θα μπορούσε να του δημιουργήσει κάποιες τρυφερές νοσταλγίες. Οι πληροφορίες που προσφέρει ο μόχθος του ιστορικού περιορίζουν την αυθαιρεσία του ερμηνευτή, που στηριζόμενος μόνο στην ευαισθησία του ή στα βιώματά του είναι φυσικό πολλές φορές να οδηγείται στους ολισθηρούς δρόμους  μιας χωρίς όρια υποκειμενικότητας, όπου το πνεύμα και οι προθέσεις του δημιουργού ανίσχυρες να αμυνθούν, βιάζονται. Ήδη ο ίδιος ο δημιουργός αισθάνεται αμήχανος να ανακαλεσει στη μνήμη τις συνθήκες που πυροδότησαν την έμπνευση και να εντοπίσει τους σταθμούς της συνειρμικής λειτουργίας.

            ΌΛΟΙ  ΜΑΖΙ  

 Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,

γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.

 Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία

έγινε της ζωής μας ο σκοπός.

Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές

τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,

 δημοσιεύουμε τα ποιήματα μας, 

για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.

Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά

και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε  πόζα.

Ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα

των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.

Μόνο για μας υπάρχουν του Θεού

τα πλάσματα και, βέβαια, όλη φύσις.

Στη γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις,

ανεβήκαμε στ' άστρα τ' ουρανού.

Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,

κι αν ξενυχτούμε κάτου απ' τα γεφύρια,

επέσαμε θύματα εξιλαστήρια

του <περιβάλλοντος>, και της <εποχής>.

Το ποίημα: <<ΌΛΟΙ ΜΑΖΙ>>  Αναφορά στην κοινωνιολογική θεωρία , που θέλει τον λογοτέχνη να διαμορφώνεται καλλιτεχνικά από τις συνθήκες του περιβάλλοντος και της εποχής. Με τα εισαγωγικά που χρησιμοποιεί ο Καρυωτάκης δηλώνει ως ανεπαρκή την προσέγγιση αυτή.  Ο στόχος του ποιήματος είναι και οι άλλοι, αλλά και η ποιητική υπόσταση του ίδιου του ποιητή, η οποία άλλοτε ήταν το μόνο στήριγμα που είχε απομείνει.

                                    ΜΙΚΡΗ  ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ  ΕΙΣ  Α'  ΜΕΙΖΟΝ 

                                                << Α! Κύριε, κύριε Μαλακάση,                                           

                                                  ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει, 

                                                   μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο,

                                                   ίδια τον έναν και τον άλλο;

                                                    Τους τρόπους, το παράστημά σας,

                                                     το θελκτικό μειδίαμά σας, 

                                                      το monocle που σας βοηθάει

                                                       να βλέπετε μόνο στο πλάι   

                                                        και μόνο αυτούς να χαιρετάτε

                                                        όσοι μοιάζουν αριστοκράται,

                                                         την περιποιημένη φάτσα,

                                                         την υπεροπτική γκριμάτσα

                                                          από τη μια μεριά να βάλει

                                                           της ζυγαριάς, κι από την άλλη

                                                           πλάστιγγα να βροντήσω κάτου, 

                                                            μισητό σκήνωμα, θανάτου

                                                              άθυρμα, συντριμμένο βάζον,

                                                               εγώ, κύμβαλον αλαλάζον. 

                                                               Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,

                                                               ποιος τελευταίος θα γελάσει;    

Στο ανωτέρω ποίημα ο Καρυωτάκης χρησιμοποιώντας έξοχα τις αντιθέσεις: μικρός-- μεγάλος, μορφή--- περιεχόμενο, φαινόμενο -- ουσία, συμφωνία -- ασυμφωνία. Με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να εκφράσει ανάγλυφα και να καταγγείλει στην ατομική περίπτωση (του ποιητικού ινδάλματος) ολόκληρη τάξη ανθρώπων και τις ιδέες τους, γράφοντας μια από τις πιο λεπτές και καυστικές σάτιρες.Το ποίημα που αποτελείται από 20 εννεασύλλαβους με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, περιλαμβάνεται στη συλλογή <Ελεγεία και Σάτιρες>, 1927, και γράφτηκε με αφορμή τη συμπεριφορά του Μαλακάση, ο οποίος το 1925, μετά από μια διάλεξη που έδωσε στο Βασιλικό Θέατρο για τον Jean Moreas,  προσποιήθηκε, όπως νόμισε ο Καρυωτάκης, ότι δεν τον είδε, όταν ο ποιητής πλησίασε μαζί με άλλους, για να τον συγχαρεί. Η ποιητική αντίδραση του Καρυωτάκη στην παραπάνω συμπεριφορά δημοσιεύθηκε ως εξής:<< οι στίχοι αυτοί απευθύνονται στον κοσμικό κύριο και όχι στον ποιητή Μαλακάση, του οποίου δεν θα μπορούσε κανείς να παραγνωρίσει το αξιόλογο΄έργο>>. Στο ποίημα λανθάνει η κριτική στάση του Καρυωτάκη απέναντι στον κοινωνικό ρόλο των ποιητών. 

   ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ , από τα Ελεγεία και τις Σάτιρες 

  Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν

  σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.

 (Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η Πολιτεία

 κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)

  Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν

 αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.

 <<Σύν τη παρούση αλληλογραφία    

   έχομεν την τιμήν >> διαβεβαιώνουν.

    Και μοναχά η τιμή τους απομένει,

    όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,

    το βράδι στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.

      Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,

      σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους

      σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι. 

Aν και ο ίδιος ο Καρυωτάκης ήταν δημόσιος υπάλληλος και πέρασε αρκετά δεινά με αυτή του την ιδιότητα, το ποίημα:  Δημόσιοι υπάλληλοι δεν αναφέρεται σε εξαιρετικές καταστάσεις, (που άλλωστε στην περίπτωση του Καρυωτάκη χρονολογούνται ύστερα από την γραφή του ποιήματος,) αλλά αφορά την υπαλληλική ζωή καθεαυτή γενικά, όπως είναι στην καθημερινή ρουτίνα..Το δημοσιοϋπαλληλικό συνέπλεε  στην αρθρογραφία και στην ειδησεογραφία  με την αποκατάσταση των προσφύγων. Όλη η Συλλογή ''Ελεγεία και Σάτιρες"  (1927) είναι σφραγισμένη από τη μετά την καταστροφή απογοήτευση.

                    ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ (Πεζά κείμενα)

Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και το όνομά της είναι ένα θαυμαστικό. Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν τον ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά. Άστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπροσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της. Αλλά η θάλασσα, επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.  Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωϊ τη σκιά τους. Άνθρωποι σκεπτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Άγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.Ύστερα  ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ' άλλα ---ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοικτό πέλαγος --  που στην αγνότητά του λούζεται η ψυχή του ανθρώπου.                         

                                                        ΥΠΟΘΗΚΑΙ                                                                               

                                          Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,

                                           μπορούνε  με χίλιους τρόπους.   

                                            Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,  

                                             όταν ακούσεις ανθρώπους.

                                              Όταν ακούσεις ποδοβολητά   

                                              λύκων, ο Θεός μαζί σου!

                                                Ξαπλωσου χάμου  με μάτια κλειστά

                                                 και κράτησε την πνοή σου. 

                                                  Κράτησε κάποιον τόπον μυστικό,

                                                    στον πλατύ κόσμο μια θέση. 

                                                     Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,

                                                       του δίνουν όψη ν' αρέσει...

                                                        του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν      

                                                         με την πειθώ, με  το ψέμα,       

                                                          όταν οι άνθρωποι διαφιλονικούν       

                                                           τη σάρκα σου και το αίμα.

Στο ανωτέρω ποίημα << Υποθήκαι >>μαζί με την εξωστρεφή σάτιρα, συνυπάρχουν και στοιχεία,που αφορούν την ύπαρξη του ίδιου του ποιητή. Τα δύο αυτά είδη σάτιρας παρατηρούνται στα εξής ποιήματα:α) Υποθήκαι,  β) Όλοι μαζί, κ.λ.π.-  Το ανωτέρω ποίημα δεν αναφέρεται σε όλους,   αλλά στοχεύει μόνο σε όσους ανθρώπους παρουσιάζουν τη συμπεριφορά που περιγράφεται σ' αυτό. Η ουσία του ποιήματος βρίσκεται στη συμβουλη για φυγή  που προτείνει,  στην οποία παραπέμπει ο τίτλος. Και όχι σαν λύση μιας κατάστασης, αλλά σαν στάση ζωής.

                 ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ

Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.

< Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες > θα γράφουν οι εφημερίδες. 

   Την ψυχή και το σώμα πάλι στη δουλειά θα δίνω στην πάλη.

   Αλλά με τη δύση του ηλίου, θα πηγαίνω στου Βασιλείου.

   Εκει θα βρίσκω όλους τους άλλους λογίους και τους διδασκάλους.

    Τα λόγια μου θά 'χουν ουσία, η σιωπή μου μια σημασία.                                              

    Θηρεύοντας πράγματα αιώνια, θ' αφήσω να φύγουν τα χρόνια.

    Θα φύγουν, και θά 'ναι η καρδιά μου σα ρόδο που επάτησα χάμου. 

 ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ: Στο ανωτέρω ποίημα λανθάνει η κριτική στάση του Καρυωτάκη απέναντι στον κοινωνικό ρόλο των ποιητών. Τη Σταδιοδρομία θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και αυτοσάτιρα. Με ποια αξία όμως ασκείται η σάτιρα; και ποια διέξοδος υπονοείται;Τότε θα δούμε το ποίημα ως ένα παράπονο, σαρκαστικό  βέβαια, για την ποίηση, η οποια όμως δεν ήταν μια από τις ενασχολήσεις του ποιητή, αλλά το κύριο στήριγμα της ύπαρξης του.

             Ο ΜΙΧΑΛΙΟΣ

 Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.

 Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία

 με το Μαρή και με τον Παναγιώτη.

  Δε μπόρεσε να μάθει κάν το << επ' ώμου>>.

  Όλο εμουρμούριζε: <<Κύρ Δεκανέα,

  άσε με να γυρίσω στο χωριό μου >>.

 Τον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο, 

   αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.                                                                                                        

   Εκάρφωνε πέρα, σ' ένα σημείο,

   το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο, 

   σά νά 'λεγε, σα να παρακαλούσε:

  << Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω>>.

   Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.

    Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι, 

      μαζί τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.

       Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος, 

       μά του άφησαν απέξω το ποδάρι:

        Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.

Το ποίημα:  ο << Μιχαλιός >>  δημοσιεύθηκε ανώνυμα με τον τίτλο <<Στρατός>> στο περιοδικό Νουμάς στις 17 Αυγούστου 1919, αλλά ο Καρυωτάκης δεν το συμπεριέλαβε στα Νηπενθή. Το ποίημα αυτό << Ο Μιχαλιός >> ταιριάζει στην αντιμιλιταριστική ατμόσφαιρα που ακολούθησε  και στην Ελλάδα  μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι απολύσεις δημοσών υπαλλήλων ήταν πράξη ρουτίνας. Ο πατέρας του ποιητή είχε χάσει τη θέση του για πολιτικούς λόγους. Ο Βενιζέλος οταν ανέλαβε την εξουσία στηριζόμενος στη λεγόμενη Βουλή των Λαζάρων απέλυσε 6500 δημοσίους υπαλλήλους και 2300 αξιωματικούς, για να εκκαθαρίσει τον κρατικό μηχανισμό από τα φιλοβασιλικά στοιχεία. Η παταγώδης αποτυχία του στις εκλογές του 1920, λίγες μέρες μετά τη συνθήκη των Σεβρών, δεν ήταν μια περίπτυστη ετυμηγορία ενός αγνώμονος λαού, αλλά έκφρασή της -- για πολλούς λόγους-- δυσφορίας κατά της κούρασης από έναν πόλεμο που η συνθήκη κρατούσε ανοικτό. Ο Καρυωτάκης με πρόσφατη και την προσωπική του εμπειρία από το στρατό -- είναι ευαίσθητος δέκτης και το μεταφέρει στο << Μιχαλιό >>, που δημοσιεύεται το 1919. Tον ίδιο χρόνο αρχίζει η δημοσιοϋπαλληλική σταδιοδρομία του ποιητή. Οι πρώτες εντυπώσεις του από τον εργασιακό χώρο  δεν είναι ενθαρρυντικές.

 ΙΔΑΝΙΚΟΙ  ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ: Κώστας Καρυωτάκης 

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν

 τα παλιά φυλαγμένα γράμματά τους,

διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν

για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.

Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,

τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία

 των ουρανών, η ερημία των τόπων.

Στεκονται στο παράθυρο, κοιτάνε

τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,

τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,

τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει. 

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα νά το,

σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,

αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο

για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα, 

  ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,

  <Όλα τελειωσαν> ψιθυρίζουν <τώρα>,

  πως θ' αναβάλλουν βέβαιοι κατά βάθος.

  Το ποίημα: Ιδανικοί αυτόχειρες διαβάζεται μέχρι τον τελευταίο στίχο σαν ένα ελεγείο, αλλά πάλι αυτό αποτελεί ένα λογοτεχνικό τέχνασμα, για να ακουσθεί καλυτερα  ο τελευταίος στίχος. Όπως είναι το ποίημα, σατιρίζει βέβαια μια κατάσταση , μια ανθρώπινη συμπεριφορά έξω από τον ποιητή, αλλά με βαση ποια ηθική αξία; Εμείς διαβάζουμε το ποίημα όχι σαν μια νηφάλια συμβουλή  σε κάποιους άλλους, αλλά σαν μια κραυγή στον εαυτό του έχοντας αποκλείσει την τελευταία διέξοδο από την αυτοκτονία.

                     ΓΥΡΙΣΜΟΣ (από τη συλλογή ΝΗΠΕΝΘΗ, 1921)

Γέλιο των θεών, Σαρωνικέ, πάντα μεγάλε, που δρομείς,

του πλοίου μας ευλογία,

όμοια η γαλήνη σου βαθιά κι όμοια βαθιά θ' ακούαμε μεις

εδώ την τρικυμία.

Κάτου απ' την πάχνη αναρριγά, με του κορμιού της την ογρή

νωχέλεια, περιστέρα 

η Αθήνα, κ' ηδονεύεται και σα νυμφίον ακαρτερεί

τον ήλιον από πέρα.

Είναι, που αιθρίασεν, ο ουρανός χήτη του Πήγασου, ξανθή

 του Παρθενώνα μοίρα,

ποτήρι και ξανάστροφα το κρέμει ο Δίας για να χυθεί

τ' ονειροφώς πλημμύρα.

Άσωτο φτάνω εγώ παιδί πάλι σε σας, να λυγιστώ

στην αύρα σα λουλούδι,

χώμα, ουρανέ και θάλασσα της Αττικής, που σας χρωστώ

τα πάντα, το Τραγούδι! 

ΝΗΠΕΝΘΗ: είναι ομηρικό επίθετο, που προσδιορίζει το φάρμακο που διώχνει τη λύπη.  

                                                              ΔΕΛΦΙΚΗ ΕΟΡΤΗ

                                                Στους Δελφούς εμετρήθηκε το πνεύμα δύο Ελλάδων.

                                                Ο Αισχύλος πάλι εξύπνησε  την ηχώ των Φαιδριάδων.

                                                  Lorgnons, Kodaks, operateurs, στού  Προμηθέα τον πόνο

                                                   έδωσαν ιδιαίτερο, γραφικότατο τόνο.

                                                   Ένας λυγμός εκίνησε τ'  απίθανα αυτά πλήθη.  

                                                    Κι όταν,  χωρίς να πέσει αυλαία, η ομήγυρις διελύθη,

                                                     τίποτε δεν ετάρασσε την ιερή εκειπέρα

                                                     σιγή. Κάποιος γυπαετός έσχισε τον αιθέρα...    

                                                       Επρόδωσαν την αρετή κ' ήρθαν οι έσχατοι πρώτοι.

                                                        Με χρήμα παίρνεται η καρδιά κι αποτιμάται ο φίλος.

                                                        Αν άλλοτε αντιφέγγιζε στο νου, στα μάτια, σ' ότι,

                                                         είναι η ζωή πια σκοτεινή κι ανέφικτη σα θρύλος, 

                                                          είναι πικρία στο χείλος. 

                                                    Νύκτα βαθειά. Με πνεύμα οργής έσπρωξα το κρεβάτι.   

                                                            Άνοιξα τις αραχνιασμένες κάμαρες. Καμία 

                                                            ελπίς. Απ' το παράθυρο του τελευταίου διαβάτη

                                                             είδα τη σκιά. Κ' εφώναξα στριγκά στην ησυχία:

                                                             < Δυστυχία! >

Στο ποίημα: Δελφική Εορτή δεν σατιρίζεται τόσο η προσπάθεια του Σικελιανού, όσο η φευγαλέα ανταπόκριση, που είχε στο μοντέρνο κοινό. Τον Μάϊο του 1927 ο Καρυωτάκης παρακολούθησε την πρώτη  Δελφική Εορτή που διοργάνωσαν ο Άγγελος Σικελιανος και η Εύα Πάλμερ -- Σικελιανού στους Δελφούς. Λίγους μήνες αργότερα, ο Καρυωτάκης δημοσίευσε στην Αλεξανδρινή Τέχνη ένα σημείωμα για τη διοργάνωση, το οποίο κατέληγε στην εξής παράγραφο: Η παράστασις εν τούτοις του Προμηθέως Δεσμώτου στο Αρχαίο θέατρο των Δελφών στάθηκε  για την Ελλάδα ένα μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός...  αισθάνόταν κανείς κατά την παρακολούθηση κάτι σαν πνοή αθανασίας, το θείο εκείνο ρίγος που εξιλεώνει την καθημερινότητα και δικαιώνει την ύπαρξη.

         ΔΙΚΑΙΩΣΙΣ

Τότε λοιπόν αδέσποτο θ' αφήσω

να βουϊζει το τραγούδι απάνωθέ μου. 

Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου

το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο.

Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,

και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.

<< Καληνύκτα, το φως χαιρέτισέ μου >>

θα πω στον τελευταίο που θ' αντικρίσω.

Όταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,

η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει

---πρώτη φορά--- σε τέσσερων τον ώμο.

Ύστερα, και του βίου μου την προσπάθεια

αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει

ωραία ωραία με χώμα και με αγκάθια.                                                       

  Το τελευταίο ποίημα απ΄τις Σάτιρες, "Δικαίωσις" μας παρουσιάζει την ώρα του θανάτου. Η σάτιρα αυτή είναι  αυτοσαρκασμός του Καρυωτάκη που αρνιέται κάθε αξία της ύπαρξης του.

                      ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

    Εγώ δεν επλανήθηκα σε δάση απάρθενα, βουερά,

     μηδέ η ριπή μ' εκτύπησε του ωκεανίου ανέμου.

      Σκλάβο πουλί, τ' ανώφελα πηγαίνω σέρνοντας φτερά

       και δε θα δω τους ουρανούς που νοσταλγώ ποτέ μου.

        Μα πάντα, ω φύση, αλλοίμονο! πόσο η ψυχή μου ταπεινή

        λάτρισσα στο παραμικρό γίνεται μάντεμά σου,

         και πόσο, τώρα που η βραδιά θα πέσει φθινοπωρινή, 

         το καθετί περσότερο μου λέει την ομορφιά σου!

         Με μιαν ακρούλα σύννεφου ταξιδεμένου με καλείς,

         με το χρυσό χαμόγελο του μαραμένου βρύου,

          μ' ένα χορτάρι ανάμεσα στις πλάκες όλες της αυλής, 

          που το σαλεύει μοναχό η πνοή του Σεπτεμβρίου.

           Και τη φωνή σου ακούγοντας, τη μυστικιά, τη δυνατή,

            ώ φύση, θά 'ρθω κάποτε φέρνοντας το σταυρό μου.  

             θά 'ναι το χώμα σου ελαφρό, και θά 'ναι πάντα ονειρευτή

              η ώρα με τ' αναπάντεχο τέλος του μάταιου δρόμου!