ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ( 1884-- 1974)
Να σ' αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές.
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ώ! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ώ! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό.
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λείώνει από χτικιό.
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
--- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
--Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
-- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν τό 'βρε και δεν τό 'πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
O Βάρναλης βλέπει τα παθήματα του λαού και πονάει βαθιά γιαυτά. Ο πόνος του όμως μετουσιώνεται σε Τέχνη. Είναι χαρακτηριστική η είσοδος των Μοιραίων στην υπόγεια την ταβέρνα και η έξοδός τους απ΄αυτή με τα χέρια γεμάτα από την πραγματικότητα. Ο τίτλος " οι Μοιραίοι" φέρνει στο φως τη διαστρέβλωση της αλήθειας, που κάνει η άρχουσα τάξη. Μονάχα η αλήθεια δεν φταίει. Και όσοι δεν μπορούν να ανακαλύψουν την αιτία της δυστυχίας τους, αυτοεγκαταλείπονται στη μοίρα τους προσμένοντας να σωθούν από κάποιο "θάμα": Μπροστά στους Μοιραίους ξεδιπλώνεται η ομορφιά, το θαύμα της ζωής, που είναι καταδικασμένοι να μην το γεύονται , γιατί τους το αποκλείει το σύστημα διανομής των αγαθών. Σημειωτέον ότι οι "Μοιραίοι" δημοσιεύθηκαν τον Δεκέμβριο του 1922/ και στις αρχές του 1923
Απόσπασμα εκ δύο στροφών από το ποίημα: "Ο ΛΑΟΣ"
Η ΣΥΛΛΟΓΗ "ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ"
Κι η θάλασσα, αφροθάλασσα, κι απανωσιά και βάθη,
με τα καλά, που κουβαλεί και τα καλά, που πλάθει,
Δευτερομάνα της Ζωής, αντάμ' αγώνας και χαρά,
που δένει όλα τα πέρατα με τα γαλάζια της φτερά...
Στεριά, θάλασσα κι Άνθρωπος, στοιχεία αιώνια τρία,
αφεντικό δεν έχουνε κι αφεντικού ιστορία!
Ήρθε κi εμάς η αράδα μας, για να χαρoύμε τα πουλιά,
τη θάλασσα και τα βουνά, τον ήλιο και τη σιγαλιά...
Έννοιες κλειδιά: η θάλασσα, η σιγαλιά, τα πουλιά, ο ήλιος,
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΣΚΟΡΠΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ")
Είχε τη τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.
Η Κατερίνα κ' η ζωή,
τ' Αντιγονάκ' η Ζηνοβία
( Ώ ! τι χαρούμενη ζωή!
χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία!)
τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ' Αντρέα
για να τις πάει αργά, ανοικτά
όλες μαζι, τρελή παρέα.
Είναι μεγάλος ο Θεός!
τ' αχείλι το πικρό του λέει.
Πόσο μεγάλος κι αγαθός
και πλούσια τα χρυσά του ελέη!
Μα 'ρθε χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
Κι εσένα βήχας μυστικός
σ' έριξε χάμου, μπάρμπα Αντρέα. ...
Σημειωτέον ότι η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ (ποιήματα), έχει μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ: ξομπλιαστός αυτός που έχει διακοσμηθεί με κεντητά στολίδια/ ξομπλιάζω: στολίζω με κεντητά σχέδια, διακοσμώ.
Ο ΕΧΤΡΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ " ΣΚΟΡΠΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ"
Είπα:" Ξεφορτώσου
τον παλιό εαυτό σου
και ξαναγεννήσου
νά 'σαι, όπως δεν ήσου"!
Κι έριξα στα σκότη
των αβύσσων ό,τι
τό 'χ' από καιρό
μέσα μου ιερό.
Και στη ρεματιά
άναψα φωτιά
κι έκαψα τους πρώτους
και στερνούς ερώτους.
Κι απ' την κουπαστή
έριξα μες στή
θάλασσα το εγώ μου,
τον τυφλό οδηγό μου.
Και στο μέγα φως
βρέθηκ' αδερφός
καθ' Εσταυρωμένου
και δικού και ξένου.
Άξαφνα σκυλίσα
ουρλιαχτά και λύσσα:
-- Πάνω του όλ' η πλάση,
πρι να την χαλάσει!
Ίσα στη θελιά
κάτου απ' την ελιά! ...
Το ανωτέρω ποίημα
Το ανωτέρω ποίημα είναι ένας τρόπος ενδοσκόπησης
ΎΜΝΟΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΚΟΡΠΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ)
Με της άνοιξης τον ήλιο
μόλις σκάει απ' το βουνό,
ήλιος κι άνοιξη κινάμε
για έναν κόσμο αυριανό.
Η μελλούμενη ανθρωπότη
είμαστε τα νιάτα. Ορτοί
για τον θρίαμβο της Αλήθειας
μ' οδηγό την Αρετή.
Σε στεριά και σε πελάγη
με χαρά και μ' εμπνοή
με τα μπράτσα, με το πνέμα
πλάθουμε τη νέα ζωή!
Σε μια λεύτερη πατρίδα
δίχως άλυσες, ντροπή,
σκέψη λεύτερη και λόγος
θέληση και προκοπή.
Κι όμοια λεύτερη όλ' η πλάση
στον αγώνα του καλού,
χίλιοι τόποι, χίλιοι τρόποι,
χίλια θάματα παντού.
Κι ανεβάζουμε όσο πάει
μ' ολοφώτεινα φτερά
την ανθρώπινην αξία
πιο ψηλά κάθε φορά
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ : ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ " ΣΚΟΡΠΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ"
(Ο Άτταλος, αφού χάρισε το βασίλειό του, παίρνει την κιθάρα και τραγουδάει)
Πάνω στου πελάου
το σπιθάτο αφρό
έστησα χορό,
φεύγω, αναχωρώ!
έκανα φτερά
κι έγινα πουλί,
γεια χαρά, καλή,
και μην κλαις πολύ.
Θάνατος εδώ
κι ανθρωποσφαγή,
Τούτ' η μαύρη γη
κόκκινη πληγή.
Μέσα στην καρδιά
κόβω κάθε τί
που με συγκρατεί
με τη λάσπη αυτή.
Βούλωσα κι αυτιά
και μνημονικό,
για να μην ακώ
τίποτα κακό.
Ντύθηκα γαμπρός
από καινουργίς,
άστρον της αυγής,
έβγα να με διείς!
Πάω για θεός
σε νησί τρανό
μες στο γαλανό
τον Ωκεανό!
Άνεμος φυσά
παίρνει με και πά
κι η καρδιά χτυπά!
Όλα χαρωπά!
Παίρνει με και πα
πούλουδο ελαφρό.
Πάντα με χορό
φεύγω, αναχωρώ!
Ο ΟΔΗΓΗΤΗΣ : ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ " ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ"
Δεν είμ' εγώ σπορά της Τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ 'μαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.
Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,
γιατί δε μ' έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.
Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι,
κρίνα, πουλιά και ψαλμουδιές --
τίποτα! Εμένα παραστέκουν
οι θυμωμένες σας καρδιές.
Εγώ του καραβιού γοργόνα
στ' ορθόπλωρο καράβι μπρος.
Απάνω μου σπάνε φουρτούνες
κι άγριος ενάντια μου καιρός.
Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώνανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές.
Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί --
κι οι πεθαμένοι μ' ακλουθάνε
σε μια αράδα σκοτεινή.
Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμα με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν.
Δε δίνω λέξες παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ' ολουνούς..
καθώς το μπήγω μες στο χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.
Άκου, πως παίρνουν οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ' η ανθρωπότητα πονεί.
Ώ! πως τον παίρνουν οι αγέρες
και πως φωνάζουνε μετά
άβυσσοι μαύροι, τάφοι μαύροι,
ποτάμια γαίματα πηχτά!
Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψευτιά.
Κι ένα στυλώνει κι ανασταίνει,
τό 'να βασίλειο της Δουλειάς,
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.
Ο Οδηγητής έχει κατά νουν την πείρα του παρελθόντος και αξιοποιώντάς τη φιλτράρει τη ματιά του για το παρόν και το μέλλον, για τους σημερινούς ανθρώπους, για κείνους που έρχονται και για τους άλλους που θά έρθουν. Ζεί ανάμεσα στο λαό και για το λαό...Γίνεται πνευματικός πατέρας, γίνεται φως, γίνεται νους..Η τέχνη αυτή του γνήσιου -- Οδηγητή δεν έχει καμία σχέση με την εκλαικευση: αλλά με τη συνισταμένη των πνευματικών ενεργειών ενός λαού και τη συνείδηση του ίδιου του λαού. Αφού ήδη οι πρωτοπόροι του πνεύματος μάχονται να πλαστουργήσουν τη νέα Ζωή μέσα στους ορίζοντες της Δουλειάς, της Ειρήνης και της Πανανθρώπινης Αγάπης.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΣΚΟΡΠΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ"
Στ' αυτιά της των αθάνατων ακόμα
το ηχερό λαμπαδιάζει γελοκόπι!
Του ζαβοπόδη αντρός της ως εκόπη
το δολερό το δίχτ', η χρυσοκόμα
Η Αφροδίτη πετάχτη αιθεροδρόμα
στης Πάφος τον αφρό. Το λυροκόπι
των Ερώτων, που τα φτερά τους κόποι
δεν τα 'γγίζουν, ιλάρωνε την. Χρώμα
κι αχνάρια ττης ντροπής απ' τη χιονάτη
τη σάρκα οι Χάρες σβήσαν και με λάδι
άφθαρτο την αλείψανε. Κι ώ! νά τη!
πιο αγνή πηδάει στης θάλασσας τ' απλάδι
και στον ήλιο, που γέρνει ουρανοφλόγος,
δεν της κολλάει ούτε νερό ούτε λόγος!
Λεξιλόγιο: απλάδι είναι μακρουλό δίχτυ σταθερού ύψους με μικρούς πλωτήρες φελλού ή πλαστικού στο επάνω μέρος και μολύβια στο κάτω, για να κρατιέται κάθετο στο βυθό.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ, 1927)
Πάλι μεθυσμένος είσαι , δυόμισι ώρα της νυκτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. -- " Γειά σου, Κωνσταντή βαρβάτε!"
--- Καλησπερούδια αφεντικά, πως τα καλοπερνάτε;
Ένας σού 'δινε ποτήρι κι άλλος σού 'δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς, τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας, -- αχ, εκείνος ο Τριβέλας! --
έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος:
Άχ, πού 'σαι, νιότη, πού 'δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!
Το ανωτέρω ποίημα είναι ένα είδος ποιητικής αυτοβιογραφίας.. ένα επικούρειο χαμόγελο..