ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ( 1884-- 1974)

                         
      ΠΡΟΛΟΓΟΣ, Από τη συλλογή "Το Φως που καίει"  

      

        Να σ' αγναντεύω θάλασσα, να μη χορταίνω,              

         απ' το βουνό ψηλά
         στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
          απ' τα μαλάματά σου τα πολλά.
 
          Να 'ναι χινοπωριάτικον  απομεσήμερ' , όντας
          μετ' άξαφνη νεροποντή
          χυμάει μεσ' απ' τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας
          ήλιος χωρίς μαντύ.
 
          Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
          τ' ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
           και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ' ένα καράβι
           ν' ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
 
             Ξανανιωμένα απ' το λουτρό να ροβολάνε κάτου
            την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
            τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι ανθός του μαλαμάτου 
            να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά..
        
             κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
             ως μέσα στο νερό
             τα ερημικά χιονόσπιτα-- κι αυτά  μές στ' όνειρό τους
              να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
  
               Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου, 
                με μάτια να σε χαίρομαι θολά
                και νά 'ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
                πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
   
    Το έναυσμα της ποιητικής έμπνευσης  είναι το φυσικό τοπίο  ενός φθινοπωρινού απομεσήμερου που αντανακλάται στην επιφάνεια της θάλασσας. Στο   ποίημα η   θάλασσα παρουσιάζεται στην κλασική και χαρακτηριστική ελληνική μορφή της, και με έναν τρόπο που να την εξυμνεί και να εκφράζει  την υπερβολική του αγάπη προς αυτήν. Ο Βάρναλης δεν χορταίνει να αγναντεύει τη θάλασσα απ' το βουνό.  Η θάλασσα τον γεμίζει, τον πλουτίζει με την ταυτότητά της, τα μαλάματά της και μ' ό,τι άλλο περικλείει.   Ειδικότερα, η εικόνα που φαντάζεται ο ποιητής είναι ο αντικατοπτρισμός   του τοπίου ενός φθινοπωρινού απομεσήμερου πάνω στη θάλασσα μετά από μια ξαφνική καταιγίδα. 
 
   Bιογραφία: Ο Βάρναλης  (1884 -- 1974). γεννήθηκε και μεγάλωσε ως τα 18 του χρόνια σε περιοχή του αλύτρωτου Ελληνισμού,  στην ελληνική πόλη Πύργος (Μπουργκάς) της Ανατολικής Ρωμυλίας, η οποία από το 1885 ανήκε στη Βουλγαρία. Η Ανατολική Ρωμυλία, η Βόρεια δηλαδή Θράκη, η οποία ανήκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία, με τη συνθήκη του Βερολίνου, το 1878, ανακηρύχθηκε αυτόνομη επαρχία, αλλά το 1885 η Βουλγαρία την κατέλαβε πραξικοπηματικά.  Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε στη γενέτειρά του και τις γυμνασιακές του σπουδές τις έκανε στη Φιλιππούπολη. Από τα 18 του χρόνια κι έπειτα ο Βάρναλης έζησε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, απ' όπου πήρε το πτυχίο του το 1908. "Δέχτηκα να σπουδάσω φιλολογία, γράφει ο ίδιος στα "Φιλολογικά  Απομνημονεύματα", με την κρυφή χαρά πως θα επισκεπτόμουνα τη Χώρα των ονείρων μου, την Ελλάδα. Τη χώρα του αρχαίου μεγαλείου, της Σοφίας, της Ομορφιάς και της Ελευθερίας". Ο Βάρναλης μας διηγείται στα Απομνημονεύματα αυτά ότι από μικρός εγραφε στίχους -- και ερωτικούς, προπάντων όμως σατιρικούς για τους δασκάλους του. Καταχώριζε μάλιστα τους παιδικούς στίχους του,  σ' ένα τετράδιο, που όμως κάθε χρόνο το 'σκιζε, για να αρχίζει καινούργιο.
 Κατόπιν διορίσθηκε ελληνοδιδάκαλος στην Αμαλιάδα, σχολάρχης στα Μέγαρα και καθηγητής στο Α'  Γυμνάσιο του Πειραιά. Στα 1919 πήρε υποτροφία για το Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας, φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας  όπου και επικοινώνησε με τα νέα φιλοσοφικά ρεύματα. Αλλά και έζησε από κοντά τις μεγάλες ιδεολογικές ζυμώσεις μετά τη ρωσική επανάσταση του 1917 και μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Η προσχώρησή του όμως στο μαρξιστικό κίνημα τον απέκλεισε από κάθε δημόσια θέση. Ουσιαστικό και κύριο γνώρισμά του ήταν η σατιρική του διάθεση και η στάση του απέναντι στα κοινωνικά φαινόμενα. Μια φλέβα σκωπτική που κλιμακώνεται και πότε δίνεται σαν ανάλαφρη άκακη ειρωνεία, γεμάτη συμπάθεια για τον άνθρωπο και πότε σαν αιματηρή σάτιρα. Έντονα σκεπτικιστής βλέπει τα πάντα όχι στατικά, αλλά στην ιστορική  τους πλευρά και διαχρονικά στην κοινωνική τους ροή. 
 
Ο γλωσσικός πλούτος του ποιητή: Οι δυνάμεις που τον διεμόρφωσαν είναι το πηγαίο λογοτεχνικό ταλέντο, η επιστημονική του κατάρτιση, οι φιλολογικές του σπουδές  στην Ελλάδα και στη Γαλλία, η αδιάκοπη άσκησή  του στο γλωσσικό μας θησαυρό και στη λειτουργία της γλώσσας μας, η πλούσια λογοτεχνική του ψυχοσύνθεση, η γερή επιστημονική του διάνοια, η αδιάκοπη άσκησή του στο μηχανισμό και στη λειτουργία της  γλώσσας.  Αλλά και ο  φολκλορισμός που δέχθηκε από τα δημοτικά μας τραγούδια και  γενικότερα από τα λαογραφικά μας κείμενα και από τις προσωπικές εμπειρίες. Ακόμη η έμφυτη ζωηρή σατιρική του διάθεση, αλλά και οι φιλοσοφικές του πεποιθήσεις για τα ανθρώπινα πλάσματα και τη μοίρα τους, για την ιδέα του "πάντα ρεί", για την ανθρωπιά και τη συμπόνοια και για το τραγικό βάθος της ανθρώπινης μοίρας: όλα τούτα είναι οι δυνάμεις που διαμόρφωσαν την ιδιόμορφη γλωσσική σύνθεση του Κώστα Βάρναλη. Ο ποιητής έμεινε πιστός στο δημοτικισμό, στην πεποίθηση ότι έχουν ηθικό χρέος όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι να αναγνωρίσουν ως  εθνική γλώσσα, τη γλώσσα του Έθνους, τη γλώσσα που μιλεί ο Ελληνισμός, ο οποίος και αποτελούσε βίωμά του.  Σε αυτό το εθνικό του χρέος πειθάρχησε σε όλη του τη ζωή. 
                                  
                     Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Α : ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ " ΣΚΟΡΠΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ"
 
                   Στη λύρα μου το χέρι άτρεμο βάζω
                    όθε κόσμου πιο ωραίου η ελπίδα βγαίνει.
                    Κι από των διθυράμβων το βαγένι,
                     ώ αγνή Πολύμνια, στ' ασημένιο βάζο,
                     
                     που στ' άντρο σου μου χάρισες, αδειάζω
                     θεϊκό νεχτάρι.  Με τον τραγογένη
                      θεούλη, που διδάχος μού 'χει γένει, 
                      σταφύλια στα μελίγγια μου αραδιάζω.
 
                      Κι άγγιχτοι από καιρόν ή φτόνο ή τύχη
                      λαμποκοπούν οι ελληνικοί μου στίχοι
                      ( τους λιάζει της συγκινησης η αλήθεια).
    
                       Στίχε, που με τις φλέβες μου ματώνω
                           τα ρόδα της γιρλάντας σου, τα πλήθια, 
                            σύ δίνε στην ζωή μου αξία και τόνο. 
 
 Σ' ένα από τα παλαιότερα ποιήματά του με τον ανωτέρω τίτλο "Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Α" ο Βάρναλης τονίζει τους δεσμούς του με την αρχαία Ελλάδα, όπως διαφαίνεται στη 3η στροφή "Κι άγγιχτοι από καιρόν ή φτόνο ή τύχη/ λαμποκοπούν οι ελληνικοί μου στίχοι/ τους λιάζει της συγκίνησης η αλήθεια". Ο νέος ποιητής  γοητεύεται από την ελληνική αρχαιότητα και εισέρχεται στον ποιητικό χώρο της Ελλάδος με σφρίγος ρωμαλέο και στίχο καλοδουλεμένο. Ποιήματα όπως ο Ορέστης, ο Αλκιβιάδης, ο Εκλεκτός, το Επίγραμμα, η Θυσία, μαρτυρούν την επιρροή της κλασσικής αρχαιότητας στο έργο του. Μέσα από τις  συλλογές των ποιημάτων του θα ιχνηλατήσουμε την πορεία του ποιητή της σύνθεσης: ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ,  ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ, με τον αντιπολεμικό τους χαρακτήρα, απ' όπου θα αισθανθούμε την ποίηση που αναδύεται.
                                                    
 ΟΙ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ
ΠΥΘΜΕΝΕΣ 1904, ΚΗΡΗΘΡΕΣ 1905, ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ 1919, ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ 1922,  ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ 1927, ΣΚΟΡΠΙΑ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ  1910-- 1958, "ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ" 1965, ΟΡΓΗ  ΛΑΟΥ 1975.                                              
                                
     Από τη συλλογή: ΠΟΙΗΜΑΤΑ
    Λεξιλόγιο: φολκλορισμός ΕΤΥΜ. μεταφορά του αγγλικού folklorism. Είναι η αναβίωση στοιχείων ΄ή μορφών του λαϊκού βίου και πολιτισμού, που δεν ανταποκρίνονται πλέον στις σημερινές ανάγκες,  ασκούν όμως ωστόσο γοητεία στις σύγχρονες κοινωνίες.    Η ποίηση του Βάρναλη οικουμενική και πανανθρώπινη και συνάμα λαϊκή. Η πρώτη περίοδος : 1904-1918. Το 1905 δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή με τον τίτλο κηρήθρες που περιλαμβάνει 30  περίπου ποιήματα. Μετά τις Κηρήθρες δημοσιεύει ποιήματα στα περισσότερα περιοδικά της εποχής: στην Ηγησώ,  στα Γράμματα, στη Νέα Ζωή  της Αλεξάνδρειας,  στον Πάνα,  στον Πυρσό, στους Βωμούς και σε άλλα. Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται στην Αλεξάνδρεια η ποιητική σύνθεση " Το Φως που καίει" (με το ψευδώνυμο δήμος Τανάλιας), το ιερό Φώς, που οι Εστιάδες ήταν υποχρεωμένες να κρατούν άσβηστο στο ναό της Εστίας , στο forum της Ρώμης, το συμβολικό φως που φωτίζει τον κόσμο. Ένα αλληγορικό ποίημα, που φωτίζει καίγοντας και περιέχει διαμάντια λυρικής ποιήσεως που λούζονται στο ποτάμι της ζωής και αναβρύζουν το τραγούδι της που δεν θα το ξεθωριάσει ο χρόνος. Είναι ποιητική σύλληψη από τις υψηλότερες   που έχει να επιδείξει η νεοελληνική ποίηση. Ο ίδιος ο ποιητής στα "Απομνημονεύματά" του γράφει ότι όταν δημοσιεύθηκε, ήταν για την Ελλάδα "η πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο τεράστιο έγκλημα του παγκόσμιου μακελειού". 
                        
                            ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ : ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΚΟΡΠΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1910-- 1958)
                

Μες την υπόγεια την ταβέρνα,

 μες σε καπνούς και σε βρισές  

  (απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)

 όλ' η παρέα πίναμ'  εψές. 

εψές, σαν όλα τα βραδάκια,

να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο

και κάπου εφτυούσε καταγής.

Ώ! πόσο βάσανο μεγάλο

το βάσανο είναι της ζωής!

Όσο κι ο νους να τυραννιέται,

άσπρην ημέρα δε θυμιέται. 

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα

και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!

Ώ! της αυγής κροκάτη γάζα,

γαρούφαλα του δειλινού,

λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,

χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα

παράλυτος, ίδιο στοιχειό. 

τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα

στο σπίτι λείώνει από χτικιό.

στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη

κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

---  Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!

--Φταίει ο Θεός που μας μισεί!

-- Φταίει το κεφάλι το κακό μας! 

-- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!

  Ποιος  φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα

  δεν τό 'βρε και δεν τό 'πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα

πίνουμε πάντα μας σκυφτοί. 

Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα

 όπου μας εύρει μας πατεί.

  Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,

  προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα! 

O Βάρναλης βλέπει τα παθήματα του λαού και πονάει βαθιά γιαυτά. Ο πόνος  του όμως μετουσιώνεται σε Τέχνη. Είναι χαρακτηριστική η είσοδος των Μοιραίων στην υπόγεια την ταβέρνα και η έξοδός τους απ΄αυτή  με τα χέρια γεμάτα από την πραγματικότητα. Ο τίτλος " οι Μοιραίοι" φέρνει στο φως τη διαστρέβλωση της αλήθειας, που κάνει η άρχουσα τάξη. Μονάχα η αλήθεια  δεν φταίει.  Και όσοι δεν μπορούν να ανακαλύψουν την αιτία της δυστυχίας τους, αυτοεγκαταλείπονται στη μοίρα τους προσμένοντας να σωθούν από κάποιο "θάμα": Μπροστά στους Μοιραίους ξεδιπλώνεται η ομορφιά, το θαύμα της ζωής, που είναι καταδικασμένοι να μην το γεύονται , γιατί τους το αποκλείει το σύστημα διανομής των αγαθών. Σημειωτέον ότι οι  "Μοιραίοι" δημοσιεύθηκαν τον Δεκέμβριο του 1922/ και στις αρχές του 1923

 Απόσπασμα εκ δύο στροφών από το ποίημα:  "Ο ΛΑΟΣ"  

Η ΣΥΛΛΟΓΗ "ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ"

Κι η θάλασσα, αφροθάλασσα, κι απανωσιά και βάθη,

με τα καλά, που κουβαλεί και τα καλά, που πλάθει,

Δευτερομάνα της Ζωής, αντάμ' αγώνας και χαρά, 

που δένει όλα τα πέρατα με τα γαλάζια της φτερά...

Στεριά, θάλασσα κι Άνθρωπος, στοιχεία αιώνια τρία, 

αφεντικό δεν έχουνε κι αφεντικού ιστορία!

Ήρθε κi εμάς η αράδα μας, για να χαρoύμε τα πουλιά,

τη θάλασσα και τα βουνά, τον ήλιο και τη σιγαλιά...

Έννοιες κλειδιά: η θάλασσα, η σιγαλιά, τα πουλιά, ο ήλιος, 

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΣΚΟΡΠΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ")

Είχε τη τέντα ξομπλιαστή 

η βάρκα του καμπούρη Αντρέα

Γυρμένος πλάι στην κουπαστή

ονείρατα έβλεπεν ωραία.

Η Κατερίνα κ' η ζωή,

τ' Αντιγονάκ' η Ζηνοβία

( Ώ ! τι χαρούμενη ζωή!

χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία!)

τα μεσημέρια τα ζεστά 

τη βάρκα παίρνανε  τ' Αντρέα

για να τις πάει αργά, ανοικτά

όλες μαζι, τρελή παρέα. 

Είναι μεγάλος ο Θεός!

τ' αχείλι το πικρό του λέει.

Πόσο μεγάλος κι αγαθός

και πλούσια τα χρυσά του ελέη!

Μα 'ρθε χειμώνας ο κακός 

και σκόρπισε η τρελή παρέα

Κι εσένα βήχας μυστικός 

σ' έριξε χάμου, μπάρμπα Αντρέα. ...

 Σημειωτέον ότι η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ (ποιήματα), έχει μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη. 

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ: ξομπλιαστός αυτός που έχει διακοσμηθεί με κεντητά στολίδια/ ξομπλιάζω: στολίζω με κεντητά σχέδια, διακοσμώ.    

Ο ΕΧΤΡΟΣ  ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ " ΣΚΟΡΠΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ"

Είπα:" Ξεφορτώσου

τον παλιό εαυτό σου

και ξαναγεννήσου

νά 'σαι, όπως δεν ήσου"!

Κι έριξα στα σκότη

των αβύσσων ό,τι

τό 'χ' από καιρό

μέσα μου ιερό.

Και στη ρεματιά

άναψα φωτιά

κι έκαψα τους πρώτους

και στερνούς ερώτους.

Κι απ' την κουπαστή

έριξα μες στή 

θάλασσα το εγώ μου,

τον τυφλό οδηγό μου.

Και στο μέγα φως 

βρέθηκ' αδερφός

καθ' Εσταυρωμένου 

και δικού και ξένου.

Άξαφνα σκυλίσα

ουρλιαχτά και λύσσα:

-- Πάνω του όλ' η πλάση,

 πρι να την χαλάσει!

Ίσα στη θελιά 

 κάτου απ' την ελιά! ...

Το ανωτέρω ποίημα 

Το ανωτέρω ποίημα είναι ένας τρόπος ενδοσκόπησης

ΎΜΝΟΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΚΟΡΠΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ)

Με της άνοιξης τον ήλιο

μόλις σκάει απ' το βουνό,

 ήλιος  κι άνοιξη κινάμε

 για έναν κόσμο αυριανό.

Η μελλούμενη ανθρωπότη

είμαστε τα νιάτα. Ορτοί

για τον θρίαμβο της  Αλήθειας

μ' οδηγό την Αρετή.

Σε στεριά και σε πελάγη

με χαρά και μ' εμπνοή

με τα μπράτσα, με το πνέμα

πλάθουμε τη νέα ζωή!

Σε μια λεύτερη πατρίδα

δίχως άλυσες, ντροπή, 

σκέψη λεύτερη και λόγος

θέληση και προκοπή.

Κι όμοια λεύτερη όλ' η πλάση

στον αγώνα του καλού,

χίλιοι τόποι, χίλιοι τρόποι, 

χίλια θάματα παντού.

Κι ανεβάζουμε όσο πάει  

μ' ολοφώτεινα φτερά

την ανθρώπινην αξία 

πιο ψηλά κάθε φορά

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ : ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ " ΣΚΟΡΠΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ"

(Ο Άτταλος, αφού χάρισε το βασίλειό του, παίρνει την κιθάρα και τραγουδάει)

Πάνω στου πελάου 

το σπιθάτο αφρό

έστησα χορό, 

φεύγω, αναχωρώ!

έκανα φτερά 

κι έγινα πουλί,

γεια χαρά, καλή, 

και μην κλαις πολύ.

Θάνατος εδώ

κι ανθρωποσφαγή,

Τούτ' η μαύρη γη 

κόκκινη πληγή.

Μέσα στην καρδιά 

κόβω κάθε τί

που με συγκρατεί

με τη λάσπη αυτή.

Βούλωσα κι αυτιά 

και μνημονικό, 

για να μην ακώ

τίποτα κακό.

Ντύθηκα γαμπρός 

από καινουργίς, 

άστρον της αυγής, 

έβγα να με διείς!

Πάω  για θεός

σε νησί τρανό 

μες στο γαλανό

τον Ωκεανό!

Άνεμος φυσά

παίρνει με και πά

κι η  καρδιά χτυπά!

Όλα χαρωπά!

Παίρνει με και πα

πούλουδο ελαφρό.

Πάντα με χορό

 φεύγω, αναχωρώ!

      Ο ΟΔΗΓΗΤΗΣ : ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ " ΤΟ ΦΩΣ  ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ"

Δεν είμ' εγώ σπορά της Τύχης

ο πλαστουργός της νιας ζωής.

Εγώ 'μαι τέκνο της Ανάγκης

κι ώριμο τέκνο της Οργής.

Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,

γιατί δε μ' έστειλε κανείς

Πατέρας, τάχα παρηγόρια

για σένα, σκλάβε, που πονείς.    

 Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι,

 κρίνα, πουλιά και ψαλμουδιές -- 

 τίποτα! Εμένα παραστέκουν             

  οι θυμωμένες σας καρδιές.   

  Εγώ του καραβιού γοργόνα 

  στ' ορθόπλωρο καράβι μπρος.

  Απάνω μου σπάνε φουρτούνες

   κι άγριος ενάντια μου καιρός.    

   Μέσα στο νου και στην καρδιά μου

  αιώνων φουντώνανε ντροπές

  και την παλάμη μου αρματώνουν 

   με φλογισμένες αστραπές.

   Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!

    Όχι μονάχα οι ζωντανοί --

    κι οι πεθαμένοι μ' ακλουθάνε 

    σε μια αράδα σκοτεινή.     

     Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες 

      άπλαστοι ακόμα με βλογούν 

      κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους

     απάνω μου και τα λυγούν. 

      Δε δίνω λέξες παρηγόρια, 

      δίνω μαχαίρι σ' ολουνούς..

       καθώς το μπήγω μες στο χώμα 

       γίνεται φως, γίνεται νους.          

        Άκου, πως παίρνουν οι αγέρες

         χιλιάδων χρόνων τη φωνή!

         Μέσα στο λόγο το δικό μου 

        όλ' η ανθρωπότητα πονεί.       

        Ώ! πως τον παίρνουν οι αγέρες

        και πως φωνάζουνε μετά

         άβυσσοι μαύροι, τάφοι μαύροι, 

         ποτάμια γαίματα πηχτά!

         Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου

         σαν το βοριά, σαν το νοτιά

          όλα τα φονικά ρηγάτα

          θεμελιωμένα στην ψευτιά.

          Κι ένα στυλώνει κι ανασταίνει,

           τό 'να βασίλειο της Δουλειάς, 

           (Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο

           της Πανανθρώπινης Φιλιάς.    

Ο Οδηγητής έχει κατά νουν την πείρα του παρελθόντος και αξιοποιώντάς τη φιλτράρει τη ματιά του   για το παρόν και το μέλλον,  για τους σημερινούς ανθρώπους, για κείνους που έρχονται και για τους άλλους που θά  έρθουν. Ζεί ανάμεσα στο λαό και για το λαό...Γίνεται πνευματικός πατέρας, γίνεται φως, γίνεται νους..Η τέχνη αυτή  του γνήσιου -- Οδηγητή  δεν έχει καμία σχέση με την εκλαικευση:  αλλά με τη  συνισταμένη των πνευματικών ενεργειών ενός λαού και τη συνείδηση του ίδιου του λαού.  Αφού ήδη οι πρωτοπόροι του πνεύματος  μάχονται να πλαστουργήσουν τη νέα Ζωή μέσα στους ορίζοντες της Δουλειάς, της Ειρήνης  και της Πανανθρώπινης Αγάπης.

          ΑΦΡΟΔΙΤΗ,  ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΣΚΟΡΠΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ"

Στ' αυτιά της των αθάνατων ακόμα

το ηχερό λαμπαδιάζει γελοκόπι!

Του ζαβοπόδη αντρός της ως εκόπη

το δολερό το δίχτ', η χρυσοκόμα 

Η Αφροδίτη πετάχτη αιθεροδρόμα

στης Πάφος τον αφρό. Το λυροκόπι

των Ερώτων, που τα φτερά τους κόποι 

δεν τα 'γγίζουν, ιλάρωνε την. Χρώμα  

κι  αχνάρια ττης ντροπής απ' τη χιονάτη

τη σάρκα οι Χάρες σβήσαν και με λάδι

άφθαρτο την αλείψανε. Κι ώ! νά τη!

πιο αγνή πηδάει στης θάλασσας τ' απλάδι

και στον ήλιο, που γέρνει ουρανοφλόγος,

δεν της κολλάει ούτε νερό ούτε λόγος! 

Λεξιλόγιο:  απλάδι είναι μακρουλό δίχτυ σταθερού ύψους με μικρούς πλωτήρες φελλού ή πλαστικού στο επάνω μέρος και μολύβια στο κάτω, για να κρατιέται κάθετο στο βυθό. 

           ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ, 1927)

Πάλι μεθυσμένος είσαι , δυόμισι ώρα της νυκτός.

Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός

μπρος στο κάθε τραπεζάκι. -- " Γειά σου, Κωνσταντή βαρβάτε!"

---   Καλησπερούδια αφεντικά, πως τα καλοπερνάτε;

Ένας σού 'δινε ποτήρι κι άλλος σού 'δινεν ελιά.

Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς, τα καπελιά.

Κι αν σε πείραζε κανένας, -- αχ, εκείνος ο Τριβέλας! --

έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.

Χτες και σήμερα  ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...

Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.

Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος:

Άχ, πού  'σαι, νιότη, πού 'δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος

Το ανωτέρω ποίημα είναι ένα είδος ποιητικής αυτοβιογραφίας.. ένα επικούρειο χαμόγελο..