Νίκος Καββαδίας

        Νίκος Καββαδίας (1910 – 1975                                                                               

        Βιογραφικό χρονολόγιο του Καββαδία

        Ο Καββαδίας (1910 – 1975) γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της Ματζουρίας κοντά στο Χαρμπίν, από γονείς Κεφαλλονίτες. Η οικογένειά Καββαδία επιστρέφει στην Ελλάδα το 1914. Ο πατέρας τούς συνοδεύει ως την Κεφαλ(λ)ονιά και ξαναγυρνά στη Ρωσία για τις επιχειρήσεις του. Επιστρέφει εκ νέου στην Ελλάδα το 1920.

        Τον Μάρτιο του 1921 η οικογένειά του εγκαθίσταται στον Πειραιά, στην οδό Φραγκιαδών κοντά στο Τζάνειο νοσοκομείο και αργότερα στην οδό Βούλγαρη 118. Ο Καββαδίας φοιτά στο Δημοτικό σχολείο της Γαλλικής Σχολής και στη συνέχεια στο παρθεναγωγείο των Αδελφών Μπάρδη. Συμμαθητής του είναι ο Γιάννης Τσαρούχης.

         Το 1922 εκδίδεται το έμμετρο μαθητικό περιοδικό "Σχολικός Σάτυρος", γραμμένο από τον ποιητή.

        Το 1927 δημοσιεύει για πρώτη φορά ποιήματα του με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας.

        Το 1928 τελειώνει το Γυμνάσιο στον Πειραιά και στη συνέχεια δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου. Αναγκάζεται όμως λόγω βαριάς ασθένειας του πατέρα του να εργασθεί για μικρό χρονικό διάστημα ως υπάλληλος στο ναυτικό γραφείο συγγενών του.

        Παράλληλα εξακολουθεί να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας και γνωρίζεται με τους πνευματικούς κύκλους του Πειραιά, όπου δημοσιεύει άρθρα του στο περιοδικό "Διανοούμενος" και στην εφημερίδα "Πειραϊκό Βήμα".

        Το 1929 μετά το θάνατο του πατέρα του μπαρκάρει ναύτης στο φορτηγό" Άγιος Νικόλαος". Τον ίδιο χρόνο μπαρκάρει και ο μικρότερος αδερφός του.

        Το 1930 ο Καββαδίας ταξιδεύει με το ατμόπλοιο "Πολικός". Αρχικά ήθελε να γίνει πλοίαρχος, αλλά επειδή έχασε πολύτιμο χρόνο στις περιπλανήσεις του, η καλύτερη λύση είναι το δίπλωμα ασυρματιστή, το οποίο παίρνει το 1939 και το 1953 το δίπλωμα ασυρματιστή Α'.

        Το 1933 η οικογένεια εγκαθίσταται στην Αθήνα, στην οδό Κιμώλου 18. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή, "Μαραμπού", από τις εκδόσεις "ο Κύκλος".

        Το 1940 ο Καββαδίας στρατεύεται και φεύγει για το μέτωπο της Αλβανίας.

        Το 1941 έως 1944 μένει ξέμπαρκος στην κατεχόμενη Αθήνα.

        Το 1945 μπαρκάρει ως ασυρματιστής στο επιβατικό "Κορινθία".

        Το 1947 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του "το Πούσι" και επανεκδίδεται σε δεύτερη έκδοση το "Μαραμπού" από τις εκδόσεις του Θ. Καραβία.

         Το 1949 εργάζεται ως υπεύθυνος ασυρματιστής στο επιβατικό "Κυρήνεια".

          Το 1954 κυκλοφορεί το πεζογράφημα του "Βάρδια" από τις εκδόσεις Θ. Καραβία.

          Το 1959 κυκλοφορεί η "Βάρδια" στα Γαλλικά

          Το 1961 επανεκδίδεται το "Μαραμπού" και το "Πούσι" από τις εκδόσεις Γαλαξίας.

          Το 1966 η παντρεμένη ανιψιά του Έλγκα γέννησε ένα αγόρι, τον Φίλιππο που του αφιέρωσε ο ποιητής παραμύθια στο "Τραβέρσο" του.

          Το 1968 ύστερα από 35 χρόνια απουσίας ταξιδεύει με την αδελφή του στην Κεφαλονιά, που λάτρευε τόσο πολύ. Ιδιωτικά ταξίδια έκανε στο νησί του και το 1970 και 1972.

          To 1973 επανεκδίδεται το "Μαραμπού" και το "Πούσι" από τις εκδόσεις "Κέδρος". Την ίδια χρονιά ο Μητσάκης, καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, παρουσίασε τον ποιητή στο  "Λογοτεχνικό Εργαστήρι" του Σπουδαστηρίου.

          Το 1975 εκδίδεται η τρίτη ποιητική του συλλογή "Τραβέρσο".

          Το 1976 επανεκδίδεται η"Βάρδια" από τις εκδόσεις "Κέδρος".

          Το 1977 για πρώτη φορά απονέμονται στη μνήμη του ποιητή τα βραβεία, που αθλοθετήθηκαν από το Υπουργείο Εμπορικής ναυτιλίας.

            3-ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ.pps (8,7 MB)

              Οι ποιητικοί ορίζοντες του Καββαδία

          Οι τρεις ποιητικές συλλογές του Καββαδία: σ' αυτές κρύβεται τόση πίκρα, όση και τα κύματα της θάλασσας. Η κάθε συλλογή προκαλεί αίσθηση, σαν να υποδεικνύει την ωρίμανση του ποιητή.

        Η πρώτη συλλογή, το "Μαραμπού" κυκλοφόρησε το 1933 σε 245 αντίτυπα επηρεασμένη από τις "Νοσταλγίες" του Κώστα Ουράνη και αποτυπώνει την επιθυμία του Καββαδία να γίνει ναυτικός.

"ΟΙ ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΟΥΡΑΝΗ"                                                                 

Μοιάζω στους γέρους ναυτικούς με τις ρυτιδωμένες

και τις σφιγγώδεις τις μορφές, που είδα στην Ολλανδία,

παράμερα στων λιμανιών τους φάρους καθισμένους,

να βλέπουνε, αμίλητοι, να φεύγουνε τα πλοία.

Τα μάτια τους, που είχανε δει κυκλώνες και ναυάγια,

λαχταριστά, νοσταλγικά τα παρακολουθούσαν,

καθώς σηκώναν τις βαριές, που τρίζαν,  άγκυρες τους

και μπρος στους φάρους ήρεμα, πελώρια περνούσαν.

Σε λίγο στην απέραντη τη θάλασσα αλαργεύαν

και χάνονταν αφήνοντας στην πορφυρή τη Δύση

έναν καπνό που αυλάκωνε τον ουρανό, πριν σβήσει:

κι' όμως οι γέροι ναυτικοί ακίνητοι στους φάρους,

με τη μεγάλη πίπα τους σβησμένη πια στο στόμα,

προς τα καράβια που' φυγαν εκοίταζαν ακόμα...

        Το "Μαραμπού" είναι ένα πουλί, κακός οιωνός για τους ναυτικούς. Είναι όμως και παρατσούκλι του Καββαδία.

        Η δεύτερη συλλογή, το "Πούσι", τυπώθηκε 15  χρόνια μετά το"Μαραμπού". Μέσα σ' αυτά τα χρόνια (1933 – 1947) συνέβησαν πολλά που επηρέασαν τη ζωή και το έργο του ποιητή: οι εμπειρίες του από τα καράβια και τα λιμάνια, όνειρα που διαψεύσθηκαν, υποχωρήσεις, συμβιβασμοί, θαλασσινές ιστορίες με πολλά στιγμιότυπα από το παιχνίδι με τον κίνδυνο, καθώς αυτά εναλλάσσονται με μνήμες από οικογενειακά του συμβάντα, περιπέτειες και διαβάσματα.

        Πούσι είναι η καταχνιά, η πυκνή ομίχλη.

        Η Τρίτη συλλογή, το "Τραβέρσο", ολοκληρώθηκε πριν τον θάνατο του και εκδόθηκε μετά από αυτόν. Γράφτηκε ανάμεσα στα έτη 1951 και 1975. Το καθένα δε από τα ποιήματα έχει ημερομηνία. Το Τραβέρσο είναι μια ενδοσκόπηση, μια προσπάθεια για αυτογνωσία, μια συνομιλία του ποιητή με τον εαυτό του, μια ανακάλυψη του εαυτού.

  "Ο ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΦΛΕΤΣΕΡ" ( Από τη συλλογή Μαραμπού)                                        

 Ο πλοίαρχος Φλέτσερ έριξε το "Σχελδ" στον Ματαπά

μια μέρα που των θαλασσών παλεύαν τα στοιχεία,

γιατί ήλιος δε φαινότανε το στίγμα του να βρει

ούτε μπορούσε από τις στεριές να πάρει αντιστοιχία.

 

Κι αυτό στο μέρος που έπεσε σφήνωσε βαθιά

τόσο που οι βράχοι οι μυτεροί με μιας το καταστρέψαν,

μα τίποτ' απ' το πλήρωμα δεν έπαθε κανείς

κι όλοι με κάποιο ρυμουλκό στον Πειραιά επιστρέψαν.

 

Σε λίγες μέρες φύγανε, τρισάθλιοι ναυαγοί

μια μελαγχολική, στυγνά θλιμμένη συνοδεία,

κι έμεινε ο Φλέτσερ μοναχά, ζητώντας στο ποτό,

την πίκρα του στα βρωμερά να πνίξει καφωδεία.

 

Κοντός με το πηλίκιο του, το γείσο το χρυσό,

και με τα τέσσερα χρυσά γαλόνια του, τ' αστέρια,

έμπαινε μόλις άρχιζε ν' απλώνεται η νυκτιά,

και την αυγήν  αναίσθητο τον βγάνανε στα χέρια

 

Μα τα γαλόνια ξέφτισαν και σχίστηκε η στολή,

τα ωραία του τα ρούχα επούλησε, την πέτσινη του τσάντα,

κι ένα εργαλείον εκράτησε μοναχά, το ναυτικό,

τ'  όργανο εκείνο που μετράν τον ήλιο, τον εξάντα.

 

Η στενοχώρια και το αλκοόλ δουλεύοντας σιγά,

μέρα με τη μέρα σ' ένα χαίνον χάσμα τον ωθούσαν.

Τρελάθηκε. Τον πείραζαν στους δρόμους τα παιδιά,

κι' οι ψείρες πάνω στα ξανθά του γένεια επερπατούσαν.

      Η μελέτη της θάλασσας μετατρέπεται σε μελέτη της ιστορίας των ναυτικών. 

       Στο ποίημα "ο πλοίαρχος Φλέτσερ" ο Καββαδίας μιλά για ναυτικούς με θλιβερές ιστορίες.  Αποτυπώνει την ζωή τους στη διάρκεια θαλασσοταραχής, όταν ένα φορτηγό καράβι, το "Σχελδ", χαμένο στην ομίχλη, σφηνώνεται βαθιά στο Ματαπά (στο Ταίναρο), ένα τόπο συνηθισμένο σε φουρτούνες:

     "Ο πλοίαρχος Φλέτσερ έριξε το Σχελδ στο Ματαπά, μια μέρα που των θαλασσών παλεύαν τα στοιχεία, γιατί ήλιος δε φαινότανε το στίγμα του να βρει, ούτε μπορούσε απ' τις στεριές να πάρει αντιστοιχία. Κι αυτό στο μέρος που έπεσε εσφήνωσε βαθιά , τόσο που οι βράχοι οι μυτεροί με μιας το καταστρέψαν".

     Ο πλοίαρχος δεν μπορούσε να προσδιορίσει τη θέση του πλοίου, αν προσπαθούσε να βρει (με τον εξάντα) το γεωγραφικό μήκος και πλάτος ή τα στοιχεία της στεριάς (π.χ. τους φάρους). "γιατί ήλιος δε φαινότανε το στίγμα του να βρει, ούτε μπορούσε απ' τις στεριές να πάρει αντιστοιχία".

     Ο αποχωρισμός των καραβοτσακισμένων ναυτικών από τη θάλασσα τους γεμίζει με μελαγχολία, θλίψη και πικρία."Σε λίγες μέρες φύγανε τρισάθλιοι ναυτικοί, μια μελαγχολική, στυγνά θλιμμένη συνοδεία. Κι έμεινε ο Φλέτσερ μοναχά, ζητώντας στο πιοτό την πίκρα του στα βρωμερά να πνίξει καφωδεία". Φέρνει δε την τρέλα και τσακίζει με θάνατο τον χωρίς διέξοδο εναπομείναντα στη στεριά πλοίαρχο." Η στενοχώρια και το αλκοόλ δουλεύοντας σιγά, μέρα τη μέρα σ' ένα χαίνον χάσμα τον ωθούσαν. Τρελάθηκε… Μια κάποια μέρα βλέποντας με τ' όργανο (τον εξάντα) ψηλά, έφυγε για το σκοτεινό λιμάνι του θανάτου".

    Ο Καββαδίας ζωγραφίζει την ψυχή των ναυτικών, την αγωνία τους μπροστά στις δυσκολίες, τα συναισθήματα τους, τη μοναξιά τους... Τα χρώματα, που συμπληρώνουν την παλέτα του ζωγράφου, είναι πολλά!

  ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

«Φαίνεται πιὰ πὼς τίποτα -
τίποτα δὲν μᾶς σώζει...»

ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Ξέρω ἐγὼ κάτι ποὺ μποροῦσε, Καῖσαρ, νὰ σᾶς σώσει.

Κάτι που πάντα βρίσκεται σ αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά.
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιο τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ...  Σκεφτείτε Εγώ.
Ένα καράβι...  Να σας πάρει, Καίσαρ...  Να μας πάρει...
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.

Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
--Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες
κι εγώ σ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα,
γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει.
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.
..........
Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα,
δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αιθάλη»,
που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε."

"ΤΟ ΠΟΥΣΙ" (από τη συλλογή "Πούσι",  έκδοση Άγρα)   

                  

Έπεσε το πούσι αποβραδίς
-το καραβοφάναρο χαμένο-
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις.

Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυό του πόδια στις καδένες.
μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία. θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κ' είν' αλάργα τόσο η τοκοπίλλα
από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες.

         Ένα ακόμη σημαντικό ποίημα του Καββαδία είναι το << Πούσι >>. Ο τίτλος μας παραπέμπει τη σκέψη στην κατάσταση που συχνά αντιμετωπίζουν οι ναυτικοί (το 1947). Η καταχνιά δυσκολεύει ακόμη περισσότερο το ταξίδι, αφού το πλοίο δεν είναι ορατό. Ήδη από τον πρώτο στίχο δηλώνεται η παρουσία της ομίχλης (<< έπεσε το Πούσι αποβραδίς >>).Στο συγκεκριμένο ποίημα κύριο στοιχείο αποτελούν οι εικόνες. Ειδικότερα στην πρώτη ενότητα φαίνεται ένα καράβι χαμένο μέσα στην ομίχλη, σε απόλυτο σκοτάδι. Ο Καββαδίας, καθώς αφηγείται το ταξίδι, παρουσιάζει μια κοπέλα ντυμένη στα άσπρα, όμορφη, αλλά βρεγμένη, να επισκέπτεται απρόσμενα κάποιο ναυτικό στην τιμονιέρα, ο οποίος τη συμβουλεύει να μην κοιτάζει ποτέ τις αντέννες, γιατί θα ζαλιστεί με την τρικυμία. Και αμέσως μετά ακούγονται υβριστικοί λόγοι από το λοστρόμο για τον άσχημο καιρό που επικρατεί. Έπειτα ακολουθεί μια σουρεαλιστική εικόνα με το ναυτικό να στενοχωριέται και να διώχνει την εμφανίσιμη γυναίκα (<<φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη. Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες >>), διότι, όταν πήγε να τον επισκεφθεί, δεν τον κατάλαβε, αν και είχε θαλασσοπνιγεί χίλια μίλια πέρα από τις Εβρίδες.

"Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ"

Έβραζε το κύμα του γαρμπή
είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη,
γύρισες και μου ' πες πως το Μάρτη
σ' άλλους παραλλήλους θα' χεις μπει.

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι' ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια,
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.

Το Άλφα του Κενταύρου μια νυκτιά
με το παλινώριο πήρα κάτου.
Μου' πες με φωνή ετοιμοθανάτου:
-Να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά

Σ' ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια
μέρα μεσημέρι απά(νω) στη λίνια
άστραψε σαν φάρου αναλαμπή.

Κάτω στις ακτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής.

    Ο Σταυρός του Νότου αποτελεί έναν αστερισμό ο οποίος βοηθούσε τους ναυτικούς στον προσανατολισμό τους. Η σχέση του αστερισμού με το περιεχόμενο του ποιήματος είναι άμεση, καθώς οι στίχοι μιλούν για την αναζήτηση της πορείας του καραβιού πάνω στο χάρτη. Το ποίημα αυτό μοιάζει με γράμμα ενός ναυτικού σε συγγενείς ή φίλους ή μάλλον με σύντομες καρτ ποστάλ από λιμάνια. Οι αφιερώσεις που υπάρχουν είναι οι παραλήπτες τους. Ο Καββαδίας εξιστορεί βιωματικά ένα συνεχές ταξίδι με πρόσκαιρους σταθμούς στα λιμάνια, μικρές ανάσες μέσα στο ταξίδι της ζωής. Το ποιητικό του ταλέντο είναι αυτό που διεμό που διεμόρφωσε έναν ναυτικό αφηγητή, ο οποίος στέλνει υπό τύπον ποιήματος ειδήσεις από τόπους, όπου ταξίδεψε. Έχοντας λοιπόν αναμνήσεις από τα πιο απλά πράγματα αφηγείται λεπτομέρειες από τα ταξίδια του. Έτσι η μελέτη της θάλασσας μετατρέπεται σε μελέτη της ιστορίας των ναυτικών.

"CAMBAY'S  WATER"     

                                    

Στον Π.Π, Παναγιώτου

Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.

Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο

"κι' αν λείψεις χίλια χρόνια, θα σε περιμένω"

ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.

 

Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,

οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι,

ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,

που' ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.

 

Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,

σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,

μ' απόψε – λέω – φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,

την ώρα πού 'πες με θυμό: "Θα  'βγω άλλη μέρα…"

 

Τη νύκτα σου 'πα στο καμπούνι μία ιστορία,

την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,

τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα

κι' όλο μουρμούριζες βραχνά: "Φάλτσο η πορεία…"

 

Ξημέρωσε κ' ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,

η Μαχαράνα του Μαζόρ δε φάνηκε όμως!

Μ' αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος

και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.

 

Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.

Το πρόσωπο σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.

Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι,

μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.

         Η παλίρροια στις μεταφορικές της διαστάσεις: στο ποίημα "Cambay's Water"

        Η ποιητική αφήγηση μιας ερωτικής ιστορίας διαδραματίζεται στο ποτάμιο λιμάνι του Cambay. Σ' ένα θαλασσινό ταξίδι μια ιστορία αγάπης με πρωταγωνιστή έναν καπετάνιο και μια κοπέλα της στεριάς, η οποία ανταποδίδει τα συναισθήματα του και είναι διατεθειμένη να τον περιμένει: "κι' αν λείψεις χίλια χρόνια, θα σε περιμένω". Μετά την υπόσχεση αιώνιας αγάπης προαναγγέλλονται και οι κίνδυνοι, που θα  οδηγήσουν στον πικρό αποχωρισμό, που είναι η σκληρότητα του καπετάνιου: "ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη", το πείσμα του ή ο εγωισμός του: "μ' απόψε -λέω- φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια", η ανεξήγητη αναβλητικότητα του: "την ώρα πού πες με θυμό: θα' βγω άλλη μέρα". Είναι, λες, μια δύναμη ανώτερη από τη βούληση του, που κρατούσε αναπόφευκτα τον καπετάνιο σε απόσταση από την ευτυχία, όσο αναπόφευκτες ήταν και οι κινήσεις της παλίρροιας σ' αυτό το ποτάμιο λιμάνι.

    Όλη αυτή η ψυχική ένταση αντικαθρεπτίζεται στο βλέμμα του καπετάνιου, που κοιτάζει σιωπηλός το ματωμένο φεγγάρι: " ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι, που' ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα". Αυτή η σοροκάδα της ψυχικής έντασης δεν αντιμετωπίζεται με κανένα ναυτικό ελιγμό, αλλά τον βρίσκει απροετοίμαστο. Την ώρα που ο καπετάνιος σαλπάρει για τη Βραζιλία, η κοπέλα δεν κατέβηκε στο λιμάνι, για να τον αποχαιρετήσει: "ούτε φουστάνι στην ξηρά ούτε μαντήλι". Μάρτυρες της ψυχής του τα δάκρυα που κυλούν στα μάγουλά του: "Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.  Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι".

    Μια άλλη οπτική γωνία λοιπόν της ναυτικής ζωής, όπως την αφηγήθηκε ο Καββαδίας στο ποίημα: Cambay's Water, το οποίο αφιέρωσε στο γιατρό και ποιητή Π.Π. Παναγιώτου. Ο αισθηματισμός γίνεται στοχαστική ενατένιση της πικρής μοίρας του θαλασσινού, που το φορτηγό καράβι είναι η πατρίδα του, όπως πατρίδα δική μας είναι η στεριά.

            "Ένα ναυτικό πλησίασμα του Καββαδία, σαν τον αυθόρμητο χαιρετισμό των πλοίων, όταν συναντιούνται   μεσοπέλαγα"

       Είναι ο ποιητής, που πήγε στη θάλασσα και το πάθος του αυτό το μετουσίωσε σε ποίηση. Στην παρακάτω στροφή το "εγώ" διευρύνεται προς τον διπλανό και αποκτά μια καθολικότερη σημασία προσεγγίζοντας το "εμείς":

"Θα χαιρετήσω τη Σαλονίκη από λόγου σου.

Δεν ξέρω, αν θα μπορέσω να κρατήσω το στόμα μου.

Όμως θα μιλήσω μονάχα σ' αυτή.

Αλλά φοβάμαι, μήπως φυσήξει ο Βαρδάρης και το ταξιδεύσει"

        Αυτή την μυστηριώδη και ακατανίκητη έλξη, που του ασκεί το υγρό στοιχείο, αυτή την επιθυμία της φυγής προς το άγνωστο, κανένα φίλτρο δεν μπορεί να την καταστείλει. Είναι ο ποιητής, που πήγε στη θάλασσα και το πάθος του αυτό το μετουσίωσε σε ποίηση. Εστιάζουμε στους επόμενους στίχους, όπου το "εγώ" και το "εσύ" είναι το ίδιο πρόσωπο, ο Καββαδίας:

"Χωρίσαμε ένα βράδυ, πάνε πολλά χρόνια

πίσω απ' τους αϊνάδες των καραβιών.

Εσύ φορτώθηκες ένα σάκο ναυτικό

κι' εγώ απόμεινα μ' ένα βιβλίο στο χέρι"

      Ο Καββαδίας, ποιητής της θάλασσας και των μακρινών ταξιδιών

    Είναι ο ποιητής του ταξιδιού, που σαν άλλος Οδυσσέας γύριζε τον κόσμο, χωρίς όμως Ιθάκη. Ιθάκη ήταν ο κόσμος όλος.

   "MAL DU DEPART" (Από τη συλλογή Μαραμπού)

 "Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής

των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,

και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,

χωρίς να σχίσω τη γραμμή των οριζόντων.

 

Για το Μαδράς, τη Σιγκαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ

θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,

κι' εγώ, σκυφτός σ΄ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,

θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

 

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ.

Οι φίλοι θα νομίζουνε πως τά 'χω πια ξεχάσει,

κι' η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ' όποιον ρωτά:

"ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει…"

 

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί

και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,

κι' αυτό το ανάξιο χέρι μου, που τρέμει, θα οπλισθεί,

θα σημαδέψει, κι' άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ

σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,

θα' χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ

και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

       Κάθε φορά, που μελετάμε την ποίηση του, μας αποκαλύπτεται ένα άρωμα θελκτικό, γιατί ο καθένας έχει μια νοσταλγία για το ταξίδι! Το ταξίδι αιώνες τώρα προσφέρει καταφύγιο στις ανησυχίες των ανθρώπων. Η θάλασσα και τα καράβια κυριαρχούν σαν νοσταλγία για την περιπλάνηση και αποτελούν ένα μέσο φυγής. Κάποτε ο Καββαδίας πραγματοποίησε τη φυγή και ανακάλυψε, πως δεν υπάρχει άλλη φυγή, παρά μόνο στην ποίηση. Οι στίχοι του όμοιοι με κύμα μικρής φουσκοθαλασσιάς μοιάζουν πότε να φεύγουν προς το πέλαγος και πότε να γυρίζουν προς το λιμάνι. Η δυνατότητα φυγής μας ταξιδεύει με τα καράβια, λικνισμένη απ' τα κύματα και συντροφευμένη απ' τους γλάρους. Ο Καββαδίας σαν να ήταν άριστος πλοηγός μας κάνει να νιώθουμε έναν θαλασσινό αέρα να φυσά στο πρόσωπο μας. Η ποίηση του, μια ποίηση αφηγηματική, που αντλεί τα θέματα της από μια εξωτική πραγματικότητα λειτουργεί ως πρόσκληση σε μακρινόύς ορίζοντες και ως πρόκληση για την ανανέωση του εαυτού μας σε μια καινούργια ατμόσφαιρα. Προσέτι βρίσκεται σε συνάρτηση με τις μνήμες του από τη μέθη της περιπέτειας, το κυνήγι των συγκινήσεων, τους ήχους των κυμάτων, τον αέναο ψίθυρο του αγέρα, τον φλοίσβο της θάλασσας, την ομορφιά των μακρινών λιμανιών, καθώς αυτά εναλλάσσονται με τις εικόνες του πελάγους, τους επιβάτες που περνούν και φεύγουν, το πάθος των συνεχών αναχωρήσεων για νέα και μακρινά ταξίδια, τις βάρδιες και την απεραντοσύνη της ποικιλόχρωμης θάλασσας. Ο Καββαδίας άνοιξε πρώτος τους δρόμους της και την μετουσίωσε ποιητικά. Τραγούδησε τη ναυτική ψυχή, τους ανθρώπους του θαλασσινού μόχθου, έτοιμος να σηκώσει την άγκυρα μαζί τους κάθε φορά που θα άφηναν τους στεριανούς δρόμους για την περιπέτεια.  Τους τίμησε ως ασυρματιστής με τη δουλειά του, το ήθος του και το λόγο του. Πλάτυνε το "Εγώ" του και χώρεσε μέσα του τον διπλανό του.

    "ΕΝΑΣ ΔΟΚΙΜΟΣ ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΕΝ ΩΡΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ"

Στο ημερολόγιο γράψαμε: "Κυκλών και καταιγίς".

Εστείλαμε το S.O.S μακριά σ' άλλα καράβια,

κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριο Ινδικό

πολύ αμφιβάλλω, αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.

Μα δε λυπάμαι μία σταλιάν -- Εμείς οι ναυτικοί

έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.

Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,

που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.

 

Το ξέρω, πως η θέση μας είναι άσχημη πολύ.

Η θάλασσα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει,

κι εγώ λυπάμαι μοναχά που δεν μπορώ να πω

σε κάποιον, κάτι που πολύ φρικτά με βασανίζει.

 

Θεέ μου! Είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,

κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.

Θεέ μου! Έχω μίαν άκακη, μία παιδική καρδιά,

αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει .

         Στην πρώτη στροφή του ποιήματος με τον τίτλο: "Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου", από τις πιο δραματικές στην απλότητα της, ο ασυρματιστής Νίκος Καββαδίας, που τόσες φορές εξέπεμψε "S.O.S μακριά σ' άλλα καράβια, καθώς κοιτάζει χλωμός τον άγριο Ινδικό, αμφιβάλλει πολύ, αν θα' φταναν μια μέρα στη Μπατάβια". O ποιητής ύμνησε τους καημούς, τους πόνους, τη σκληρή δουλειά και τις λιγοστές χαρές του βιοπαλαιστή της θάλασσας, μια και ο ίδιος είχε ζήσει τη σκληρή ζωή του ναυτικού ταξιδεύοντας ως ασυρματιστής στα ποντοπόρα εμπορικά πλοία από το 1929: "μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή, που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει". Με τους στίχους του χρωμάτισε ένα μέρος της ναυτικής ζωής ζυμωμένης από τις εμπειρίες του: "Το ξέρω πως η θέση μας είναι άσχημη πολύ"... Αγκάλιασε τη θάλασσα μ΄έναν λυρισμό σύνθετο από την αρμύρα της: "Η θάλασσα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει". Ένιωσε τη λαχτάρα και την ευχαρίστηση των ξένων τόπων: "Θεέ μου! Είμαι δεκαεννέα χρονών κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει".

 

    

      

        

.

 

 

 

 

Οικία σήμερα στο Πασαλιμάνι, η οποία στέγαζε το Παρθεναγωγείο των Αδερφών Μπάρδη, στο οποίο φοίτησε ο Καββαδίας. 

Η εικονογράφηση του ποιήματος "Πούσι" της ποιητικής συλλογής "Πούσι" από τον χαράκτη Δ. Γιαννουκάκη, στην πρώτη έκδοση απ' τον Θ. Καραβία, το 1947 (αρχείο Μαρίας και Δημήτρη Ντανάκη).