13) Δράμα
Στου Πλουμανάκ τους άγριους τους βράχους καθισμένος,
κοιτάω ρεμβός τη σκοτεινή ν' αφρίζει τρικυμία:
ο ουρανός είναι τεφρός, η θάλασσα είναι μαύρη
και τα θολά τα κύματα κυλάνε με μανία.
Είναι μια χειμωνιάτικη και πένθιμη μια μέρα:
η ακρογιαλιά είν' έρημη κ' είναι σπαρμένη φύκια,
στους άμμους, σα ναυάγια, είναι ριγμένες βάρκες
και στο μικρό χορεύουνε το μώλο δυο κα'ι'κια
Ριπές βροχής τη Θάλασσα τη Βόρεια μαστιγώνουν
κι ο παγερός ο άνεμος ουρλιάζει στην ακτή,
καμιά γύρω δε φαίνεται ανθρώπινη ψυχή..
μονάχα μία Βρετανή, ψηλή, μαυροντυμένη,--
ακίνητη σαν άγαλμα κοντά στην παραλία--,
τη θάλασσα την έρημη κοιτάζει μ' αγωνία.
Αχτές του Βορρά (1915)
Λεξιλόγιο: ρέμβη ( χωρίς πληθυντικό), ο ρεμβασμός, η αναπόληση, / σχηματισμός του ρέμβω - ρέμβομαι/, βλέπε ρεμβάζω, που όμως μαρτυρείται ως μεταγενέστερο..
Ο Κώστας Ουράνης καθισμένος στους άγριους βράχους του Πλουμανάκ , στη Βόρεια θάλασσα, κοιτάζει με αγωνία την ερημιά της με τ' αφρισμένα και θολά κύματα της τρικυμίας να κυλούν με μανία.. Χειμωνιάτικος και βροχερός ο καιρός, ερημιά στην ακρογιαλιά με φύκια σπαρμένη, στους άμμους βάρκες και στο μώλο δυο κα'ι'κια που χορεύουνε.. Κτυπούν αλύπητα κατά ριπές βροχής τη Βόρεια θάλασσα και ο παγερός ο άνεμος λυσσομανά στην ακτή, ενώ γύρω δε φαίνεται ανθρώπινη ψυχή. Μόνο μια γυναίκα σαν άγαλμα ντυμένη κοιτάζει με αγωνία την μανιασμένη θάλασσα.