18) VITA NUOVA

2023-02-21 01:25

Δέ θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο, 

όπού θροΐζει ανάλαφρα σε πρωϊνό του Απρίλη.

μεσ' σ' ένα κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο 

και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.

Δε θέλω πια παρά να ζω έτσι σαν ένα ρόδο,

που άνθισε κατάμονο μέσα σε ήπιο χειμώνα

σ' ένα πεζούλι φτωχικό κ' ηλιόφωτο, που νά 'χει 

ασβεστωμένο τοίχωμα να του κρατάει το χώμα.

Θεέ μου! άσε με να ζω σαν ένα από τα μύρια,

τ' ανώφέλευτα τα έντομα που απ' το φως μεθάνε 

και τη ζωή τους στους ανθούς ανάμεσα περνάνε...

μακρυά απ' τον κόσμο,  μοναχό σ' ένα λευκό σπιτάκι :

και νά 'χω μέσα στην ψυχή των γέρων την ειρήνη      

και στην καρδιά μου των φτωχών την ένθεη καλωσύνη.

 

Ο Κώστας Ουράνης  επιθυμεί να ζει, όπως ένα δέντρο που κάποιο απριλιάτικο πρωνό θρο'ί'ζει ανάλαφρα  σ' ένα κάμπο ειρηνικό, γεμάτο από γαλάζιο φως, κόκκινες παπαρούνες ΄και άσπρο χαμομήλι. Δεν θέλει πια παρά να ζει σαν ένα τριαντάφυλλο, που  άνθισε κατάμονο στη διάρκεια ενός ήπιου χειμώνα,  σ' ένα πεζούλι φτωχικό και ηλιόφωτο που έχει ασβεστωμένο τοίχωμα να του κρατάει το χώμα. Ο Κώστας Ουράνης παρακαλεί το Θεό να  τον αφήσει να ζει σαν ένα από τα μύρια, τα ανωφέλευτα  έντομα τα οποία και  μεθάνε απ' το φως και την ζωή τους την περνάνε ανάμεσα στους ανθούς μακριά από τον κόσμο. Mοναχό σ' ένα λευκό σπιτάκι έχοντας μέσα στην ψυχή του την ειρήνη και στην καρδιά του την ένθεη καλωσύνη..  

 

 Λεξιλόγιο:  1) θρό'ι'σμα: ελαφρός, ασθενής και συνεχής ήχος, που παράγεται κυρίως από την κίνηση και την τριβή των φύλλων των δέντρων. 2) Θροΐζω = μεσαιωνικός τύπος.  3) Θροώ = αρχαιοελληνικό, κραυγάζω. 4) Θρούς = ο θόρυβος, το μουρμουρητό. 5) Ανώφελα = μάταια, που δεν πρόκειται να αποδώσουν όφελος, ανωφέλευτα. 6) Ηλιόφως, ηλιόφωτος, ηλιοφώτιστος πχ πεζούλι ηλιόφωτο που φωτιζεται από τον ήλιο, ηλιόλουστο.. 7) πράος: ήπιος, όχι βίαιος  8) τοίχωμα = περιορίζει ένα χώρο  9) ένθεος, -η, ο (λόγιος τύπος) αυτός που εμπνέεται από το Θείο, που παρουσιάζεται σαν να έχει το Θεό μέσα του.