ΙΙ) ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

2023-03-09 15:02

Είμαι σαν πάρκο δροσερό, που ζεύγη ερωτεμένα 

περνάνε αργά και χαρωπά, κρατούμενα  απ' τα χέρια, 

 είμαι σά μια δεξαμενή γεμάτη πυκνούς ίσκιους, 

που στα νερα της έρχονται νά πιούνε  περιστέρια. 

Είμαι σα μια θεόρατη και φουντωμένη λεύκα, 

όπου αναρίθμητα πουλιά την έχουν κατοικήσει 

και που θροεί κελαϊδιστά στο φύσημα του αγέρα, 

είμαι ως το λάλο το νερό που τρέχει από μια βρύση.

Είμαι λουλούδι ολάνοικτο στο φως, μια πεταλούδα

 που πάνω από τις μυρωδιές πετάει ευτυχισμένη,

  η μέλισσα είμαι που ρουφάει το μέλι των ανθώνων,

  είμαι σα θάλασσα γλαυκή,μέσα στο φως λουσμένη.

   

 Είμαι σαν τον κορυδαλλό που όλο ψηλά ανεβαίνει,

σαν τα έντομα που απ' το φως πετάνε μεθυσμένα, 

 είμαι ό,τι ζει μέσ' στην τρανή και την αιώνια  φύση

 κ' είμαι και πάλι η νιότη μου μ' όλα τα περασμένα!

Λεξιλόγιο: γλαυκός--η, ό 1) ο αστραφτερά γαλάζιος, αυτός που έχει λαμπερό γαλαζιο χρώμα. Συνώνυμα: γαλανός, κυανός,θαλασσής. Γλαυκός: η έννοια των χρωμάτων. Η σύλληψη και η δήλωση των χρωμάτων,΄πως δεν θα το περίμενε κανείς, αφού η αντίληψη του χρώματος αποελεί εμπειρικό γεγονός, διαφέρει όχι μονο από γλώσσα σε  γλώσσα,  αλλά  συχνά  και μέαα στην ίδια τη γλώσσα, όταν τη δει κανείς διαχρονικά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της λέξεως: γλαυκός. Στην αρχαία γλώσσα σήμαινε αστραφτερός, σπινθηροβόλος.   Ετσι η Αθηνά ονομάζεται γλαυκώπις, με αστραφτερό βλέμμα, με μάτια που πετούν φωτιές. Αργότερα παίρνει τη σημασία του χρώματος δηλώνοντας διάφορες αποχρώσεις του κυανού (μπλε). Ο Πλάτων  περιγράφει κάτι σαν ασπρογάλανος. Σε άλλες χρήσεις δήλωνε το γαλαζοπράσινο  της χρώμα, το πράσινο ή και το γκρίζο. Προκειμένου για τα μάτια δήλωνε το ανοικτό γαλάζιο χρώμα. Όπως δε αναφέρει ο Αριστοτελης  η χρωματική κλιμάκωση του γαλανού από τοπιο σκούρο στο πιο ανοικτό ήταν μέλας-- χαρωπός-- γλαυκός.

 

  Η φύση μοιάζει με πάρκο δροσερό, που χαρωπά  το περιδιαβαίνουν ζευγάρια ερωτευμένα, πιασμένα χέρι χέρι, καθώς εκφράζουν έτσι  τη χαρά τους. Μοιάζει με μια δεξαμενή, που στα νερά της έρχονται να πιούνε περιστέρια. Μοιάζει με ένα θεόρατο και φουντωμένο δέντρο, τη λεύκα, που σ' αυτήν έχουν τη φωλιά τους τ' αναρίθμητα πουλιά. Και  στις  φυλλωσιές της το θρόϊσμά του ακούγεται σαν να κελάϊδούν λαός πουλιά. Μοιάζει και με το νερό πού τρέχει από μια βρύση...Είναι η  θάλασσα η γλαυκή, λουσμένη με το  χρώμα της το γαλαζοπράσινό. Είναι και τα έντομα με το πρώτο πέταγμά τους μεθυσμένα  απ' το φως της.